Γράφει ο Ηλίας Μαυρόπουλος
Ήταν εκείνο το τελευταίο βράδυ που περάσαμε αγκαλιά χωρίς να ανταλλάξουμε σχεδόν ούτε μια κουβέντα.
Καθόμασταν σχεδόν αμήχανα ο ένας στην αγκαλιά του αλλου και καμιά φορά με κοιτούσες με δακρυσμενα μάτια σαν να ήθελες κάτι να μου πεις.
Κάτι είχα καταλάβει, όμως δεν έδωσα και πολύ σημασία γιατί είπα μέσα μου θα της περασει.
Άρχισα να σου λέω αστειάκια όπως αυτά που σου έλεγα όταν εισουν στεναχωρημενη και σου άρεσαν, πάντα γελούσες με τα αστεία μου, όμως εκείνο το βράδυ όχι.
Αν και ήθελα να σου κρύψω το ποσο πολύ ανησύχησα προφανώς από την συμπεριφορά σου, αλλά δεν πρέπει να τα κατάφερα και τόσο καλά.
Βλέπεις με ήξερες τόσο καλά που όσο και να προσπαθούσα να σου κρύψω κάτι δεν τα κατάφερνα με τίποτα.
Στεναχωρέθηκα πολύ, και εσυ το κατάλαβες, όμως δεν έβγαλες μιλιά.
Η ώρα ως δια μαγείας όπως και τις περισσότερες φορές είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουμε.
Οι πρώτες ακτίνες του ηλίου είχαν κάνει την εμφάνιση τους επάνω στο στο πανέμορφο προσωπάκι σου.
Μου ψιθύρισες ότι είχε έρθει η ώρα να φύγεις.
Δεν ήθελα να σε αφήσω με τίποτα από την αγκαλιά μου, όμως έπρεπε.
Μου έδωσες ένα τελευταίο φιλί και μου είπες αντίο.
Ήταν άραγε αυτό το τελευταίο αντίο;