Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Ξημέρωσε… Πόσο μεγάλη μου φάνηκε αυτή η νύχτα! Μια αιωνιότητα μου φαίνεται πως πέρασε, απ’ τη στιγμή που κάθισα δίπλα στο παράθυρο και κάρφωσα το βλέμμα μου στο δρόμο. Η πλάτη μου πονάει απ’ την ακινησία κι ο λαιμός μου είναι ξερός απ’ τα τσιγάρα. Πόσο κάπνισα πάλι γαμώτο…
Πόσα βράδια πέρασα στο ίδιο ακριβώς σημείο! Πόσες φορές, όταν το φως του πρώτου ήλιου καρφώθηκε στα μάτια μου, αναθεμάτισα τις σκέψεις μου κι εσένα! Πόσες φορές ορκίστηκα πως δεν θα ξανασυμβεί, δεν θα ξαναφήσω την ανάμνησή σου να μου ρουφήξει τη ζωή! Πόσες φορές έφτυσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, που πάλι μου είπα ψέματα!
Και να ‘μαι πάλι εδώ. Στην ίδια θέση κι αυτό το βράδυ, που ο ύπνος αρνείται να με ηρεμήσει στην αγκαλιά του. Στην ίδια θέση, να κοιτάζω τον υγρό απ’ τη βροχή δρόμο, περιμένοντας να σε δω να παρκάρεις απέναντι. Περιμένοντας να δω τη γνώριμη φιγούρα σου να βγαίνει με το τσιγάρο στο στόμα, να σε δω να στρέφεις το βλέμμα σου στο παράθυρο, σ’ αυτό που πάντα σε περίμενα…
Δεν θα έρθεις. Το ξέρω. Πάει καιρός από τότε που ήρθες για τελευταία φορά. Πάει τόσος καιρός γαμώτο κι όμως ακόμη πονάει το ίδιο! Πιάνω το τελευταίο τσιγάρο και τσαλακώνω το άδειο πακέτο. Πώς γίναμε έτσι που να πάρει; Άραγε με θυμάσαι ακόμη; Με σκέφτεσαι καθόλου; Σου λείπω; Περνάνε δευτερόλεπτα απ’ το μυαλό σου, που να νιώθεις την απουσία μου να σε πονάει; Ήσουν κάποτε ο άνθρωπός μου, ανάθεμά σε! Το θυμάσαι;