Ήθελε να προσπαθήσεις, έστω για μια φορά να σε νοιάζει..
Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Ο καιρός περνούσε και δεν είχες νέα της. Αναρωτιόσουν τι συνέβη. Εκείνη ήταν πάντα εκεί, πάντα δεδομένη. Λίγος ακόμη καιρός είχε περάσει και την ειδές τυχαία έξω, χαρούμενη. Γελούσε, μα πλάι σε κάποιον άλλο. Ίσως να είναι φίλος σκέφτηκες, μέχρι που τον είδες να κάνει στην άκρη μια τούφα από τα μαλλιά της, που έπεφτε στα μάτια της και να την φιλά όλο έρωτα. Όλο δίψα και πάθος.
Κάποιος άλλος φιλούσε τώρα τα χείλη που φίλησες κάποτε κι εσύ. Τα χείλη που σου έλεγαν πόσο πολύ σε αγαπούν και η δική σου απάντηση ήταν πως εσύ δεν μπορείς να τα αγαπήσεις. Τα μάτια της κοίταζαν κάποιον άλλο, όλο έρωτα. Εκείνα τα μάτια που κοίταζαν κάποτε εσένα.
Εκείνα τα μάτια που, ατέλειωτα βράδια έκλαιγαν γιατί τα είχες πληγώσει. Γιατί θεωρούσες πως όσο κι αν την κάνεις πέρα, εκείνη θα ήταν εκεί. Δεδομένη και διαθέσιμη. Μα τώρα τι συνέβαινε; Γιατί δεν είναι εδώ; Γιατί δεν «τρέχει» πίσω σου να σε παρακαλάει; Γιατί δεν ζητιανεύει πια τα ψίχουλα που της πετούσες; Ο λόγος είναι πως οι άνθρωποι δεν είναι δέντρα και φεύγουν. Πως όσο κι αν σ’ αγαπούν όταν τους δείχνεις την έξοδο κάποια μέρα θα φύγουν και στο είχε πει.
Η εικόνα της σε πόνεσε. Το φιλί της ξεδιψούσε την δίψα για έρωτα κάποιου άλλου. Τα τελευταία της λόγια ήταν πως ήθελε να σε δει κι εσύ είχες αρνηθεί. Όλα τώρα βγάζουν νόημα. Ήθελε να σε δει για να μην την αφήσεις να φύγει, για να μην δώσει σε κάποιον άλλο την ευκαιρία να μπει στην καρδιά της.
Ήθελε να προσπαθήσεις, έστω για μια φορά να σε νοιάζει, όσο κι αν της έκανες ξεκάθαρο πως δεν σε νοιάζει. Κι αφού δεν σε νοιάζει τώρα γιατί πονάει;
Τώρα που κατάλαβες είναι πια αργά. Την κοίταζες, κρυμμένος σε μια γωνιά. Τα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία. Μα έλαμπαν για κάποιον άλλο. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησες πως για χρόνια αυτός ο άλλος ήθελε να ήσουν εσύ. Στάθηκες ως που την είδες να χάνετε μέσα στο πλήθος. Ως που δεν έβλεπες το κορμί της σε ξένη αγκαλιά.
Ως και την τελευταία στιγμή πάλεψε για εσένΑ. Δεν πήγες.
Δεν ήρθες…