Πιστεύω σε εκείνους που η ζωή τους τα πήρε όλα, κι εκείνοι ξημέρωσαν με όνειρα και δύναμη.
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Πιστεύω σε μας, που η ζωή μας έκανε να τα χάσουμε όλα μέσα σ’ένα βράδυ. Και το πρωί που ξημέρωσε, ντύσαμε τα όνειρα μας άσπρα, τα ντύσαμε κόκκινα και ξαναρχίσαμε από την αρχή. Πιστεύω σε μας, που τον ουρανό τον βλέπουμε πεντακάθαρο κι ας υπάρχουν τα σύννεφα κι ας υπάρχει η μαυρίλα. Η ζωή παίρνει πάντα το χρώμα που της δίνουμε, γι’αυτό κάρφωσε τον ήλιο βαθιά μέσα σου κι όταν η συννεφιά εμφανίζεται να κλέβει φως απ’των ματιών σου το χρώμα.
Ν’ανοίγεις την ψυχής σου το παραθύρι και να πετάς όλη την ομορφιά που συνάντησες. Κι αν δεν την συνάντησες, πέτα ένα ουράνιο τόξο σ’ό,τι φυλακίζει το βλέμμα σου, σ’ό,τι αγγίζει τη ματιά σου. Κι αν ακόμα δεν μπορείς, γέννησε άνθη απ’ένα μπουκέτο αγριολούλουδα. Και σκύψε ν’αγγίξεις, σκύψε να μυρίσεις. Η ψυχή τα γεννάει όλα κι αν είναι να γεννήσεις κάτι, ας είναι ένα λιβάδι απ’άγρια ομορφιά. Ας είναι ένα ποτήρι ουρανό, που θα τον πίνεις να ξεδιψάς.
Ας είναι ένα φορτίο ελπίδας να καθρεφτίζεις τα “σ’αγαπώ” σου.
Γιατί φτωχεύουν οι λέξεις χώρια σου κι εγώ ήμουν πάντα πλούσια από συναίσθημα για σένα. Στην αγκαλιά σου δεν υπάρχει μορφασμός, παρά μονάχα το τεράστιο κομμάτι της καρδιάς σου. Έλα να ταξιδέψουμε εκεί που η ζωή αγνοεί τι σημαίνει πόνος, τι σημαίνει μοναξιά. Έλα να σε ντύσω θάνατο, να σου φορέσω τα ακροδάχτυλα του κορμιού μου.
Έλα να σε ντύσω έρωτα για να χορέψουμε ως το άπειρο. Έλα να ντύσω ηδονή, για να σπαράζεις τον οργασμό σου μέσα μου. Έλα να σε ντύσω κραυγή, για να κουρνιάσεις στην υποδιαστολή της φλόγας μου. Έλα να αγκαλιάσω όλα τα πέπλα της οδύνης σου.