Για έναν έρωτα αλήτη, άλλαξα..
Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Ήμουν δίπλα του και ζούσα μαζί του. Μου κρατούσε το χέρι τρυφερά και ζούσαμε μαζί τον αμοιβαίο έρωτα της λογικής. Τον αγκάλιαζα και φώτιζε η γη! Μου μιλούσε και τα αστέρια χόρευαν μαζί μας στο ρυθμό.
Με φιλούσε, και το φιλί μας ήταν καυτό σαν τη φωτιά του δράκου στα παραμύθια των μικρών παιδιών, που ζέσταινε τις καρδιές μας, πριν παγώσουν και γίνουν κρύσταλλα. Η αγάπη μας ήταν θερμή και ζωντανή, μέχρι που το νήμα της κόπηκε κάπου παρακάτω. Μέχρι που ο έρωτας μετατράπηκε σε φυγή, και η σχέση μας σε ημερομηνία λήξης.
Και τότε πάγωσα..αγρίεψα..φώναξα..και άδειασα τη ψυχή μου, αφήνοντάς τη κενή. Πόνεσα, μάτωσα και ούρλιαξα για να επιβιώσω. Πάτησα πάνω σε αγκάθια μόνη μου και πρόδωσα αγκαλιές, που ήταν εκεί και με περίμεναν να γυρίσω.
Σκότωσα ό,τι με περικύκλωνε και έθαψα ότι καλό υπήρχε μέσα μου, για έναν έρωτα αλήτη. Άλλαξα. Μετέτρεψα τη ζωή μου σε έρημο τοπίο και τη καθημερινότητα μου σε σχέδια δράσης για να σωθώ από τα σκοτάδια μου. Μίσησα και ταπείνωσα τα θέλω μου για λίγα ψίχουλα ευτυχίας, που με παράτησαν στη πρώτη ευκαιρία. Πρόδωσα αγάπες ξεχασμένες, που ζητούσαν μια δεύτερη ευκαιρία και φυλάκισα τις όμορφες στιγμές σε ένα πατάρι κλειδωμένες.
Προχώρησα μπροστά με γρήγορους συννεφιασμένους ρυθμούς, ενώ όλοι με φώναζαν για το αντίθετο, θέλοντας να κάνω μια στάση εκεί για να ακούσω λίγο και το πόνο το δικό τους. Τίποτα δε με κρατούσε όμως πίσω. Οι λέξεις μου ήταν βουβές και τα λόγια μου αιχμάλωτα σε μια αγάπη τελεσίδικη και προσχεδιασμένη. Κανένας δε μπορούσε να με βαστάξει πια. Θηρίο ανήμερο έγινα, μέχρι να μετατρέψω ξανά τη νύχτα μου σε μέρα και τα όνειρά μου σε ευχές που θα γινόταν πραγματικότητα μέχρι να ξημερώσει.