Γράφει η Luna Punk.
-Γιατί δε μιλάμε πιά, κατάλαβες; μου φώναξε.
-Δε μιλάμε πιά. Απλώς ξεστομίζουμε λέξεις για λίγο κι ύστερα, σκύβουμε πάλι το κεφάλι και χανόμαστε στον μικρόκοσμο μας.
Κοινωνική δικτύωση το λένε όλοι…
Προσωπική και τρομαχτική απομόνωση το λέω εγώ.
Και μελαγχολική κι αξιοθρήνητη και θλιβερή και πολλά άλλα.
Έχει και κάποια θετικά, δεν λέω, μα πάνω απ’ όλα είναι τρομαχτική…’
Την προηγούμενη εβδομάδα είχε πάει στο γιατρό.
Είχε κάτι στο κεφάλι, ημικρανίες, πολλές ημικρανίες.
Και κατατονία και πόνους.
Νέο παιδί.
Τον πλακώσανε στις εξετάσεις αλλά δεν έβρισκαν τι έχει.
Άγχος, είπανε.
Αυτός ο διάολος που έρχεται και φωλιάζει μέσα σου και δεν λέει να φύγει.
Κι αντί να περνάει, ολοένα και μεγαλώνει.
Αυτός ο διάολος που σαρώνει στο πέρασμα του και δεν λυπάται κανέναν.
Άγχος, πολύ άγχος.
Και στεναχώρια, μεγάλη στεναχώρια.
Καλά,άλλη καριόλα κι αυτή… Γουστάρει να περιφέρεται σαν μαύρο σύννεφο και να επισκιάζει τον κοσμάκη.
Άσε μας κυρία μου να ζήσουμε τη ζωή μας. Μία την έχουμε γαμώτο σου.
Πάρε τη βρωμοσκιά σου κι εξαφανίσου, δε θέλουμε άλλο πλάκωμα.
Εκείνη τη μέρα ένιωθε ένα βαρύ κι ασήκωτο πλάκωμα.
Του είπανε να περιμένει μια εβδομάδα να βγούν τ’αποτελέσματα.
Μια εβδομάδα ολόκληρη.
7 ημέρες και 6 νύχτες.
168 ώρες.
10,080 λεπτά.
604,800 δευτερόλεπτα.
Πρώτη φορά που ένιωσε στο πετσί του το χρόνο να κυλάει τόσο αργά και βασανιστικά..
Πρώτη φορά,που του φάνηκε αιώνας μιά απλή και συνηθισμένη εβδομάδα.
Μια νύχτα, λοιπόν, πριν βγούν τ’αποτελέσματα, με κάλεσε στο σπίτι του και βάλαμε λίγο κρασί να πιούμε.
-Στην υγειά του Θανάτου μου, λοιπόν, μου είπε.
-Τι περιμένεις ν’ακούσεις αύριο; Τι σκέφτεσαι να κάνεις αν σου πούν ότι… , τον ρώτησα.
-Ότι πεθαίνω;Ότι έχω ας πούμε μόνο 6 μήνες ζωής; Λοιπόν,δεν θα σου πώ ψέματα. Στην αρχή τρομοκρατήθηκα και μόνο στην ιδέα,αλλά επειδή δεν άντεχα άλλες αρνητικές σκέψεις , την είδα αλλιώς…
Τα’χω σκεφτεί όλα. Αρχικά θα κλείσω όλους τους ανοιχτούς λογαριασμούς που έχω κι εννοείται δεν εννοώ τις τράπεζες.
Θα μιλήσω σε όποιον άνθρωπο θα’θελα να’χω στη ζωή μου, θα του μιλήσω αληθινά. Γιατί δεν μιλάμε πιά, κατάλαβες; Δε μιλάμε πιά. Απλώς ξεστομίζουμε λέξεις για λίγο κι ύστερα, σκύβουμε πάλι το κεφάλι και χανόμαστε στον μικρόκοσμο μας.
Θα πώ, λοιπόν, σ’αυτούς που νοιάζομαι, όλα όσα σκέφτομαι, όλα όσα δεν τόλμησα να πω μέχρι τώρα, θα τα πω όλα. Όταν λέμε όλα,όλα… να ξαλαφρώσω ρε παιδί μου, να βγούν από μέσα μου, να μην με τρώνε πιά όλα αυτά τ’ανείπωτα…
Γιατί μας τρώνε, κατάλαβες; Μας τρώνε άσχημα. Το θέμα είναι να μην μας καταπιούν.
Αφού κάνω αυτό σκέφτομαι να φτιάξω μιά βαλίτσα,να μαζέψω ότι λεφτά έχω στην άκρη και κάνα ψιλοδανεικό να πάρω, χαλάλι μου, στον άλλο κόσμο πάω, του πούστη, κάποια κατανόηση θα υπάρξει. Κι αφού κάνω ένα τεράστιο πάρτυ και τους καλέσω όλους και πιούμε και χορέψουμε και γελάσουμε μέχρι το πρωί,θα σκάσω ένα φιλί στον καθένα που να μην μοιάζει τελευταίο, να μην πάει κάν το μυαλό τους και μετά θα την κάνω..
-Και πού θα πάς;
-Δεν θα βρώ κάπου να πάω λές; Παντού θα πάω, όπου προλάβω…
-Αυτό δηλαδή θα σε γεμίσει; Να γυρνάς σαν τον τυχοδιώκτη από’δώ κι από’κεί μόνος σου;
-Θέλω να περπατήσω. Να περπατήσω σε άγνωστους δρόμους, να είμαι κοντά στην φύση, να γνωρίσω ανθρώπους. Θέλω να ζήσω αυτό που λένε την κάθε στιγμή. Κι ας είμαι μόνος.
Όλοι μόνοι μας είμαστε μικρή.
Μόνοι μας…
Αλλά πριν φύγω απ’αυτό το μπουρδελόκοσμο, ένα πράγμα θα’θελα να μάθω. Γιατί…
Γιατί αντί ν’αναλωνόμαστε σε μαλακίες ανούσιες που τις ονομάζουμε προβλήματα και μαυρίζουν τις ψυχές μας, δεν βγαίνουμε έξω να χορέψουμε στο δρόμο;
Γιατί αντί να ζούμε όπως τα παλιά τα χρόνια δίνοντας και παίρνοντας ότι έχει ο καθένας, μας τρώει το prestige γαμώ την κοινωνία μου και ”τί θα πεί ο κόσμος”…
Γιατί αντί να είμαστε ελεύθεροι,να μπορούμε να ονειρευτούμε και να ζήσουμε στη Χώρα που γεννηθήκαμε,αναγκαζόμαστε να ξενιτευτούμε και να μιλάμε σε άλλη γλώσσα. Ε, δεν μπορείς να εκφραστείς όπως θές σε άλλη γλώσσα ,πώς να το κάνουμε δηλαδή…
Γιατί αντί να ερωτευόμαστε με πάθος συμβιβαζόμαστε μ’ένα μαλακό αποκούμπι και το μόνο που μας νοιάζει είναι να εκπληρώσουμε το σκοπό του ανθρώπου και να κάνουμε οικογένεια.
Γιατί δεν μας νοιάζει αν πεθαίνει ο διπλανός μας παρά μόνο κοιτάμε εμείς να βολευτούμε;
Γιατί ξοδεύουμε όλη μας τη ζωή αναζητώντας αυτό το κάτι διαφορετικό που ψάχνουμε να μας γεμίσει κι όταν το βρούμε αναζητάμε πάλι κάτι άλλο;
Γιατί δεν εκτιμάμε,γιατί δεν ξεγυμνώμουμε τις ψυχές μας ο ένας στον άλλον,γιατί κρυβόμαστε πίσω από μάσκες και ψέμματα,γιατί αφήνουμε τους φόβους μας να νικήσουν,γιατί όταν θέλουμε να ουρλιάξουμε ”σ’αγαπώ μην φεύγεις” προτιμάμε τη σιωπή,γιατί αφήνουμε τα όνειρα μας να ξεθωριάσουν,γιατί δεν διεκδικούμε πιά αυτά που μας ανήκουν…
Ότι αφήνει σε αφήνει.
Όπως κι η ζωή.
Και’γώ γι’αρκετό καιρό την είχα αφήσει.
Σειρά της τώρα λοιπόν, να μ’αφήσει κι αυτή.
Γιατί καμιά φορά, ίσως να πρέπει να φτάσεις στο κατώφλι του Θανάτου για να ζήσεις…
LoveLetters