Γράφει η Ελένη Σάββα
Ένα βάζο ξερά λουλούδια, να τι έμεινε από εμάς. Ξέρεις πόσο καιρό τα κρατάω; Εκεί, πάνω πάνω, στη ψηλή βιβλιοθήκη, στο σαλόνι.
Δεν πάει η καρδιά μου να τα πετάξω, δεν το αντέχει. Δεν το αντέχει ακόμη. Το ξέρω πως κάποια μέρα θα βρεθεί η δύναμη μέσα μου, και τα λουλούδια θα εξαφανιστούν. Μα προς το παρον, μένουν εκεί, να με κοιτούν και να τα κοιτώ. Αποφεύγω βέβαια όπως καταλαβαίνεις να τα κοιτώ, μα κάποτε συμβαίνει.
Ποτέ δεν πίστευα πως ό,τι θα απέμενε από εμάς θα ήταν ένα βάζο ξερά λουλούδια, μαραμένα, άψυχα, μουντά. Στο μυαλό μου είχα δάση καταπράσινα και λιβάδια με πολύχρωμα λουλούδια, αλλά ποιος νοιάζεται;
Το μυαλό παίζει παιχνίδια, κάνει όνειρα και σχέδια που δεν βγαίνουν πραγματικά. Και μένει ύστερα μόνο του, με δύο-τρία ξερά λουλούδια να αναπολεί το παρελθόν.
Μια φορά μια φίλη με είχε ρωτήσει γιατί δεν τα πετάω. Και τι να της πω; Πως είναι τα μόνα πράγματα που έχω να μου θυμίζουν εμάς;
Τα μισά πέταλα τους έχουν χαθεί, μα εγώ επιμένω να τα έχω εκεί, κι ας ασχημίζουν το κατά τα άλλα γεμάτο χρώματα σπίτι μου.
Κάποια μέρα, θα βάλω μια σκάλα, θα ανέβω και θα τα κατεβάσω από εκεί ψηλά. Θα τα βάλω σε ένα σακούλι, και θα χαθούν. Μια για πάντα.
Μα όχι ακόμα. Όχι τώρα. Τώρα, είναι το μόνο πράγμα που έχω για να σε (μας) θυμάμαι. Τώρα, είναι ό,τι έχει απομείνει από εμάς.