Γράφει ο Στέφανος Κωνσταντίνου
Δεν ξέρω ποιος ξεκίνησε αυτό το αστείο με το «θέλω χρόνο», αλλά ξέρω ότι έρχεται δεύτερο σε ηλίθια δικαιολογία μετά το «δεν ξέρω τι θέλω». Γιατί, πες μου, πώς γίνεται να μην ξέρεις τι θέλεις; Πώς γίνεται να μην ξέρεις αν κάποιος σου κάνει ή όχι, αν τον θες ή αν δεν τον θες;
Η αλήθεια είναι απλή, όσο κι αν προσπαθείς να τη στολίσεις με αβεβαιότητες και βολικά «δεν ξέρω». Ξέρεις. Πάντα ξέρεις. Από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο βλέμμα, από το πρώτο άγγιγμα. Ξέρεις αν ο άλλος σε τραβάει ή αν απλά γεμίζει το κενό μέχρι να εμφανιστεί κάτι «καλύτερο».
Αλλά το «δεν ξέρω τι θέλω» είναι ωραίο άλλοθι. Είναι η δικαιολογία εκείνου που δεν έχει τα κότσια να πει «δεν σε θέλω αρκετά», αλλά ούτε και το θάρρος να φύγει. Είναι η φτηνή ατάκα του αναποφάσιστου, αυτού που θέλει να σε κρατάει στο περίμενε, να μην σε χάνει, αλλά και να μην σε αποκτάει ολοκληρωτικά.
Και ξέρεις τι είναι χειρότερο; Ότι μερικοί το πιστεύουν. Το καταπίνουν αμάσητο. Κάθονται εκεί, περιμένουν, δίνουν «χώρο», σέβονται τον «χρόνο» που ο άλλος χρειάζεται για να «βρει τον εαυτό του». Λες και η ζωή περιμένει. Λες και τα συναισθήματα έχουν κουμπί παύσης.
Όχι, κορίτσι μου. Αν δεν ξέρεις τι θέλεις, δεν με θέλεις. Αν δεν μπορείς να αποφασίσεις, έχεις ήδη αποφασίσει. Αν με αφήνεις να αναρωτιέμαι, σημαίνει πως δεν είμαι αρκετός για σένα. Και εγώ; Εγώ δεν έχω σκοπό να γίνω το ενδιάμεσο στάδιο μέχρι να βρεις τι γυρεύεις.
Δεν θέλω μισές καταστάσεις. Δεν έχω χρόνο για δήθεν συναισθήματα. Δεν θα γίνω το «ίσως» κανενός.
Γιατί στο τέλος της μέρας, η πιο μεγάλη αλήθεια είναι αυτή: Όταν κάποιος σε θέλει πραγματικά, το ξέρει. Δεν χρειάζεται χρόνο, δεν χρειάζεται σκέψη. Σε κοιτάει, και η απάντηση είναι στα μάτια του.
Όλα τα άλλα είναι απλά δικαιολογίες. Και οι δικαιολογίες, προσωπικά, δεν με αφορούν.