Γράφει Νίκος Θεοδωρίδης
Ξέρεις, δεν είμαι άνθρωπος που βιάζεται. Δεν πιέζω, δεν απαιτώ, δεν γκρεμίζω πόρτες για να μπω στη ζωή σου. Έχω μάθει να περιμένω. Να δίνω χρόνο, χώρο, ευκαιρίες. Αλλά ξέρεις κάτι; Η αναμονή έχει κι αυτή τα όριά της.
Δεν σου ζήτησα ποτέ το τέλειο. Δεν σου ζήτησα να είσαι κάτι που δεν είσαι. Αυτό που ζήτησα, αυτό που περίμενα, ήταν να πάρεις θέση. Να σταθείς απέναντί μου και να μου δείξεις αν μπορώ να βασιστώ σε σένα. Όχι με λόγια, αλλά με πράξεις.
Κι όμως, εσύ περιμένεις. Περιμένεις τη σωστή στιγμή, τη σωστή ευκαιρία, την τέλεια συνθήκη. Λες και η ζωή σου ανήκει για πάντα, λες και οι στιγμές δεν χάνονται αν τις αφήσεις. Και κάθε φορά που αργείς να κάνεις το επόμενο βήμα, κάτι μέσα μου σβήνει.
Όσο αργείς, τόσο με χάνεις.
Δεν το βλέπεις, αλλά γίνεται. Είναι στο βλέμμα μου που σταδιακά χάνει τη φλόγα του. Είναι στα λόγια μου που γίνονται πιο κοφτά, πιο λίγα. Είναι στις σιωπές που δεν γεμίζονται πια από την ελπίδα, αλλά από την απόσταση που μεγαλώνει ανάμεσά μας.
Ξέρεις, οι άνθρωποι δεν χάνονται ξαφνικά. Δεν φεύγουν μια μέρα χωρίς προειδοποίηση. Χάνονται λίγο-λίγο, κάθε φορά που αμφιβάλλουν για το αν αξίζουν να περιμένουν. Κι εγώ, όσο κι αν θέλω να μείνω, όσο κι αν πίστεψα σε σένα, αρχίζω να φεύγω.
Γιατί, ναι, το περίμενα. Περίμενα την κίνηση που δεν ήρθε. Το βλέμμα που θα μου έλεγε «είμαι εδώ». Την απόφαση που θα έδειχνε ότι αξίζω να μπεις στον κόπο.
Αλλά δεν ήρθε. Και δεν μπορείς να χτίσεις κάτι πάνω στο «σχεδόν». Δεν μπορείς να βασιστείς σε κάποιον που φοβάται να κάνει το επόμενο βήμα.
Γι’ αυτό σου λέω: Όσο αργείς, τόσο με χάνεις. Και ξέρεις τι; Μια μέρα θα γυρίσεις να με ψάξεις, αλλά θα είναι αργά. Γιατί κάποιος άλλος, κάποιος που δεν θα αργήσει, θα δει αυτό που εσύ δεν μπόρεσες. Και τότε θα καταλάβεις πως το χειρότερο λάθος σου ήταν να περιμένεις.