Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Γνώρισα κάποτε που λέτε ένα κορίτσι που η μοίρα δεν του έδωσε κουδουνίστρες, του έδωσε ένα σταυρό τεράστιο από την πρώτη ανάσα του! Γνώρισα μια φορά ένα κορίτσι που ήρθε στον κόσμο με μια ευθύνη βαριά κι ασήκωτη για τους πολλούς, να λύνει κόμπους, αυτή όμως την σήκωσε.
Γνώρισα ένα κορίτσι που η πορεία της δεν ήτανε στρωμένη με ροδοπέταλα, τα ρόδα έλειπαν εντελώς από τον δρόμο της, κι ήταν εκεί μόνο τα αγκάθια.
Είδα μπροστά μου σας λέω μια φορά ένα κορίτσι ολόλευκο σαν περιστέρι, που η μικρή ουρά του ήταν ψαλιδισμένη από τις αμέτρητες τις συμπληγάδες που της την κουτσουρέψανε, μα τα φτερά της ήταν γενναία κι άθικτα.
Είδα να στάζει δάκρυα η ψυχή της που όμως τα έκρυβε πάρα πολύ καλά πίσω από ένα μόνιμο κι υπέροχο χαμόγελο, κι αμέσως το κατάλαβα, πως το χαμόγελό της το λες κι υπερηφάνεια.
Είδα τα τσιμπημένα χέρια της από τα κεντριά, και κατάλαβα πως σε όλη της την ζωή, μελίσσια τρύγαγε, μα εκείνη κρατούσε μόνο τα τσιμπήματα και μοίραζε απλόχερα όλο το μέλι της.
“Μάτια μου, της είπα, που τον χωράς τέτοιο μεγάλο πόνο σε τόση δα ψυχή και πως αυτή η ψυχή στέκει αγέρωχα όρθια; Που το βρίσκεις το τόσο φως στο τόσο πολύ σκοτάδι που σου φορτώσανε; Πως πλέκεις με τα κουρασμένα σου δάκτυλα τόση πολύ αγάπη και πως γαμώτο σου παίρνεις το πολύ κακό που σου χαρίσανε κι εσύ το κάμεις χρώματα και καλοσύνη”;
Μα εκείνη, σιγά μη μου απάντησε. Το μόνο που ψιθύρισε ήταν το, “αγκάλιασε με”. Και την αγκάλιασα…
” Θες κάτι άλλο” , την ξαναρώτησα, “λίγη αγάπη μόνο”, ψέλλισε. Και την αγάπησα…