Σ’ αγαπάω ακόμα, τόσο πολύ βρε βλάκα.
Γράφει η Jinxie Jinx
Πήγε 5.00 το πρωί. Ο ύπνος απόψε δεν λέει να με επισκεφτεί. Σε σκεφτομαι. Μου λείπεις. Μπήκα και πάλι να διαβάσω αυτά που έχεις γράψει. Πνίγομαι. Πονάω. Σ’ αγαπάω βρε βλάκα. Δεν ξέρω γιατί τα γράφω όλα αυτά, εφόσον ξέρω πως δεν θα τα διαβάσεις ποτέ. Πλέον βάζω μπροστά τον εγωισμό. Για πόσο να συνεχίσω να πληγώνω τον εαυτό μου;
Θέλω να σε ξεχάσω γαμώτο σου. Ακούς; Να σε ξεχάσω. Η ώρα πήγε 5.30, έβαλα ένα ποτό. Απόψε θα κάνω όλα όσα μισούσες. Θα ξενυχτήσω, θα πιω, και θα πω όλα αυτά που πάντα φοβόσουν να ακούσεις. Φοβήθηκες.
Φοβήθηκες την δύναμη που είχε ο έρωτας μας. Ξέρεις τι είσαι; Ένας δειλός, ένας βλάκας. Αλλά σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω τόσο πολύ βρε βλάκα.
Δεν στο έχω πει ποτέ κι ούτε θα στο πω. Όχι γιατί δεν το αξίζεις μα γιατί εάν στο πω θα είναι σαν να δίνω το τελειωτικό χτύπημα στην καρδιά μου, στην ψυχή, στην ύπαρξη μου. Πάντα στα έλεγα όλα, δεν σου κρατούσα μυστικά αλλά αυτό όχι.
Πονάει να είμαστε κάτω από τον ίδιο ουρανό και να μην μπορώ να τρέξω στην αγκαλιά σου. Η μοναδική αγκαλιά που για εμένα μοιάζει σπιτικό, μοιάζει με την φωλιά που θέλω να μπω για πάντα και να κουρνιάσω.
Μου λείπεις. Μου λείπει ο,τι σε περιέβαλε. Πέρασαν τόσοι μήνες, έχω κάνει τόσες αλλαγές, έχω πετύχει τα όνειρα μου, μα λείπει η μισή μου καρδιά. Στο τελευταίο αντίο την πήρες μαζί σου. Γιατί μου την πήρες; Δωσ’ την μου πίσω σε παρακαλώ.
Παλεύω τόσο πολύ να σε ξεχάσω, μια τρελή μάχη εξελίσσετε μέσα μου. Εξωτερικά όλοι βλέπουν ένα χαρούμενο κορίτσι, γεμάτο δύναμη. Από μέσα είμαι ένα ράκος. Ένα μικρό κοριτσάκι. Το κοριτσάκι σου. Θα έρθει πότε ξανά η στιγμή που θα με πεις πάλι “μάτια μου’”;
Ακόμα για εσένα γράφω κι ας προσπαθώ να καμουφλάρω τις λέξεις μου, μήπως και με καταλάβεις. Είμαι σίγουρη πως το καταλαβαίνεις. Αφού με ξέρεις τόσο καλά. Τώρα καταλαβαίνω μάτια μου, τώρα βλέπω. Δεν αγαπάνε όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο.
Εσύ αγαπούσες με τον δικό σου. Σε έπνιγα, σε πίεζα, ήμουν άδικη. Σε κατηγορούσα για όλα λες κι εγώ δεν έφταιξα πουθενά. Είχες πει κάποτε ‘’ Πολλοί είπαν αγαπώ και έφυγαν, μην πεις τίποτα και μείνε’’. Μα δεν έμεινα.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα σε πλησιάσω ποτέ ξανά. Γι’ αυτό κάνω τα συναισθήματα μου λέξεις , έχω την ανάγκη να τα βγάλω από μέσα μου.
Έχω την ανάγκη να σου ζητήσω συγγνώμη και να σου παραδεχτώ πόσο πολύ σ’ αγαπώ. Πως χαραμίζω το κορμί μου σε φθηνές απομιμήσεις σου λες και μπορεί να συγκριθεί κανείς μαζί σου. Θα έρθει η μέρα, θα έρθει ο άνθρωπος που θα καταφέρει να αγαπήσει την μισή καρδιά που άφησες.
Μα η άλλη μισή σου ανήκει, είναι δική σου. Εκείνη αγάπησε, αγαπά και θα αγαπά μονάχα εσένα. Μου λείπεις, σε χρειάζομαι. Δεν αντέχω μακριά σου. Σ’ αγαπάω μάτια μου, σ’ αγαπάω μ’ακούς;
Ο ήλιος χάραξε. Σκουπίζω τα δάκρυα μου, διαγράφω την φωτογραφία σου από το κινητό μου και επιστρέφω στον καλοπαιγμένο ρόλο μου.
Στην γυναίκα που σε έχει ξεχάσει, έχει προχωρήσει στην ζωή της. Στον ρόλο της γυναικάς που επιτρέπει άλλα χεριά να την αγγίζουν μπας και καταφέρει κάποιος να σε αποτινάξει από πάνω μου. Λες και είναι αυτό εφικτό.