Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Κι ήρθαν οι πρώτες διαφωνίες για να ταρακουνήσουν το οικοδόμημα της σχέσης μας. Ήρθαν φωνές, καβγάδες, λόγια βαριά, ασυγχώρητα σχεδόν. Ήρθαν όλα αυτά να ξυπνήσουν αυτά που αφήσαμε για καιρό να κοιμούνται. Ήρθαν να προσπαθήσουν να δώσουν ζωή, σ’ όλα αυτά που κοινή συναινέση αφήσαμε να ξεψυχήσουν μπροστά στα μάτια μας.
Ήρθαν να μας ουρλιάξουν για όσα είχαμε και θεωρήσαμε δεδομένα, τόσο δεδομένα που έγιναν αδιάφορα, έγιναν ανούσια. Θέλει δουλειά ο έρωτας μωρό μου κι είχαμε πάρει κι οι δυο παραιτηθεί από καιρό.
Προσπάθησα. Προσπάθησες. Ίσως κανείς απ’ τους δυο μας δεν το προσπάθησε αρκετά κι έφυγαν απ’ το παράθυρο κι ο έρωτας και το πάθος κι ο πόθος κι οι στιγμές, αυτές οι στιγμές που κάποτε μας έκαναν να νιώθουμε ζωντανοί, αυτές οι στιγμές για τις οποίες κάποτε κι οι δυο θα σκοτώναμε.
Σκοτώσαμε όσα μας ένωναν, μαζί το κάναμε κι όσο κι αν φωνάξαμε, όσο κι αν διαμαρτυρηθήκαμε, όσο κι αν κλάψαμε, είναι πια αργά. Καμία διαφωνία, καμία φωνή, κανένας καβγάς δεν κατάφερε να δώσει το φιλί της ζωής σ’ αυτό που κάποτε ορκιζόμασταν, στον δικό μας έρωτα.
Σταμάτησαν κι οι καβγάδες και τα νεύρα. Δυο ξένοι γίναμε, δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι. Στο ίδιο κρεβάτι, δυο πλάτες που μετά βίας ακουμπά η μία την άλλη. Στο ίδιο τραπέζι, δυο βλέμματα που μετά βίας συναντιόνται.
Στην ίδια ζωή, που παράλληλα περπατάμε. Κι έγινε κάθε κραυγή, κάθε ήχος, κάθε φωνή, παρελθόν. Κι ήρθε άηχα και σιωπηλά το τέλος. Κι έτσι απλά είπε η σιωπή τον τελευταίο λόγο…