Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Χάραμα ήταν και τα μάτια σου είχαν το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα και τον ουρανό. Ένα βαθύ γαλάζιο, αποστομωτικό, απόλυτο.
Σε κοίταζα και χαμογελούσες με ένα χαμόγελο ζεστό μέσα στην ελαφριά ψύχρα του πρωινού, δοτικό που με έκανε να νιώθω γαλήνια, ήρεμη.
Μιλούσαμε. Δεν θυμάμαι για τι, δεν θυμάμαι καν για πόση ώρα. Είχαμε τα ποτά μας ανά χείρας και καπνίζαμε. Οι δυο μας και δύο καΐκάκια μέσα στη θάλασσα. Τόσο ήρεμα όλα. Τόσο όμορφα. Τα πουλιά ξεκινούσαν το υπέροχο τραγούδι τους και ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στον ορίζοντα.
Κάποια στιγμή με κοίταξες και με πήρες αγκαλιά. Μου έδωσες ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο και με χάιδεψες. Έκλεισα τα μάτια και απόλαυσα εκείνο το χάδι.
Έχωσα το πρόσωπό μου στη λακκούβα που έκανε ο λαιμός σου με τον ώμο σου και έκατσα εκεί. Σου έσκασα ένα πεταχτό φιλί στη βάση του λαιμού σου και μου σήκωσες το κεφάλι και με κοίταξες μέσα στα μάτια. Ανταπέδωσα το βλέμμα και μου χαμογέλασες.
Ένα λεπτό.
Σε ένα λεπτό μόνο, μία προσμονή χρόνων έφτασε στο τέλος της. Ένα γλυκό φιλί στα χείλη ήρθε να κάνει ετούτη τη στιγμή ακόμη πιο όμορφη. Χάδια στο μάγουλο, χαμόγελα μεταξύ φιλιών και που και που σταματούσαμε να χαζέψουμε λίγο την μαγεία που είχαμε μπροστά μας. Που και που σταματούσαμε απλώς για να κοιταχτούμε, για να δούμε αυτή τη γλυκιά αρμονία στα πρόσωπά μας.
Δεν χρειάστηκε άλλο ποτό. Δεν χρειάστηκε άλλο τσιγάρο. Όλα είχαν πάρει τον δρόμο τους.
Δυο γλυκές κουβέντες, δυο τρυφερά βλέμματα και μια φωτιά να καίει μέσα μας να μας ζεσταίνει κάθε σπιθαμή του κορμιού μας.
Τα μάγουλά μου έκαιγαν, έκαναν αντίθεση με την δροσούλα που είχε βγάλει.
Χαμογελούσα.
Συνεχώς και ασταμάτητα.
Και όταν έπαψαν τα φιλιά, όταν ηρέμησαν οι καρδιές και βρήκαν ξανά τους φυσιολογικούς παλμούς τους, η φύση έμοιαζε λίγο πιο όμορφη από πριν.
Η θάλασσα ήταν λίγο πιο μπλε, ο ουρανός λίγο πιο φωτεινός και το τραγούδι από τα πουλιά θύμιζε μελωδία από το πιο ερωτικό τραγούδι.
Είχε ξημερώσει ένα υπέροχο πρωινό.
Σου είπα καλημέρα και μου χαμογέλασες.