Γράφει η Αγγελική Μεταξά
Δεν ξέρω γιατί σου γράφω. Ίσως γιατί δεν έχω πια πού να βάλω όλα αυτά που δεν ειπώθηκαν. Ίσως γιατί ό,τι κι αν κάνω, όποιον κι αν γνωρίσω, κάπου στο βάθος του μυαλού μου υπάρχεις εσύ. Κι όχι, δεν είναι ρομαντισμός· είναι κατάρα. Μια ήσυχη εμμονή που δεν λέει να πεθάνει, ακόμα κι όταν ο χρόνος έχει σβήσει τα αποτυπώματά σου απ’ το δέρμα μου.
Σου γράφω γιατί δεν έμαθα να ξεχνάω. Δεν ξέρω να γυρίζω σελίδες, ξέρω μόνο να τις σκίζω. Και κάθε φορά που λέω «τέλος», κάτι μέσα μου ψιθυρίζει «ακόμα». Δεν έχω ανάγκη να σε ξαναδώ — απλώς θέλω να ξέρεις πως δεν τελείωσες μέσα μου, όσο κι αν προσποιούμαι το αντίθετο.
Θα ήθελα να σου πω πως είμαι καλά. Πως γέλασα ξανά, πως δεν σε σκέφτομαι πια όταν βρέχει. Μα θα ήταν ψέμα. Σε κουβαλάω ακόμα, σαν μικρό θραύσμα στο κόκκαλο που πονάει όταν αλλάζει ο καιρός. Δεν σε μισώ, δεν σε αγαπάω πια. Απλώς υπάρχω παράλληλα με την ανάμνησή σου, σαν δυο κόσμοι που δεν τέμνονται ποτέ, μα γνωρίζουν ο ένας την ύπαρξη του άλλου.
Σου γράφω γιατί καμιά φορά οι λέξεις είναι η μόνη μου άμυνα απέναντι στη σιωπή. Γιατί όσο κι αν πέρασε ο καιρός, δεν βρέθηκε ακόμα εκείνος που να με κάνει να σωπάσω όπως εσύ. Δεν ήσουν ο σωστός, το ξέρω. Ήσουν, όμως, εκείνος που με έκανε να θυμηθώ πόσο μπορώ να νιώσω.
Κι αν με ρωτήσεις γιατί τώρα, γιατί πάλι, γιατί ακόμη — δεν έχω απάντηση.
Σου γράφω γιατί δεν τελείωσες.
Σου γράφω γιατί, κάπου μέσα μου, δεν τέλειωσα κι εγώ.
