«Εμείς οι δύο έχουμε δύο δρόμους. Είτε θα καταλήξουμε μαζί, είτε όλο αυτό θα ξεφουσκώσει», σου είχα πει ένα βράδυ σε ένα από εκείνα τα μακροσκελέστατα τηλεφωνήματά μας. Θυμάσαι;
Εκείνα τα τηλέφωνα που λέγαμε πολλές φορές ότι πρέπει να κοιμηθούμε αλλά αίφνης ένα καινούργιο θέμα προέκυπτε και ξεχνιόταν και η κούραση και τα «πρέπει» της επόμενης ημέρας. Απολάμβανα τη φωνή σου τόσο πολύ. Για έναν άνθρωπο που αναμφισβήτητα μιλούσε πολύ, ήταν μια ευχάριστη αλλαγή να ακούει. Σε άκουγα να μιλάς και χωρίς να το ξέρεις χαμογελούσα.
Αυτό όμως που πραγματικά με τρέλαινε ήταν όταν θύμωνες. Όταν, όπως σου έλεγα, «τσιτωνόσουν». Σαν να είχα μπροστά μου! Εκείνο το ανεπαίσθητο σφίξιμο του κορμιού σου όταν ετοιμαζόσουν να μιλήσεις και η πρώτη βαθιά ανάσα. Είμασταν και οι δύο εγωιστές. Έπρεπε, επιβαλλόταν, να κάνουμε τον άλλον να συμφωνήσει μαζί μας. Γιατί όχι άλλωστε; Αφού το ξέραμε ότι είχαμε δίκιο! Ποιός ήταν ο άλλος να μας πάει κόντρα;; Και πάντα τελείωνες με τη φράση «Μου τη δίνεις όταν με προκαλείς!». Και πάντα εγώ σου έλεγα «Και γιατί να πρέπει πάντα να συμφωνούμε;».
Δε νομίζω να μπορούσαν τα πράγματα να είχαν γίνει διαφορετικά μεταξύ μας. Αν οτιδήποτε, ένα απειροελάχιστο πραγματάκι είχε γίνει διαφορετικά, δεν θα είχαμε φτάσει εκεί. Και έγιναν πολλά μεταξύ μας χωρίς εμείς καν να το γνωρίζουμε. Παρεξηγήσεις, λόγια, κουτσομπολιό, κακεντρέχειες, όλα για να μην βρεθούμε εμείς. Αυτό δεν μπορούσα να το αγνοήσω. Κάθε πράγμα έχει την ώρα του. Έτσι δε μου είχες πει; Είχες δίκιο (Σημείωσε την ημερομηνία και την ώρα που συμφώνησα μαζί σου – το δικό μας αστείο).
Το μυαλό δε θέλει πολύ για να γυρίσει. Ήταν εκείνη η φράση που σου είπα όταν για άλλη μια φορά μου έλεγες «Είσαι πολύ περίεργος άνθρωπος και δεν μπορώ να σε καταλάβω». Λίγο η προχωρημένη ώρα, λίγο το ότι ένιωθα τόσο κοντά σου εκείνη τη στιγμή, σου απάντησα «Δεν είναι ότι δεν μπορείς να με καταλάβεις. Είναι ότι δεν μπορείς να καταλάβεις τι θέλω από σένα».
Σιωπή.
«Γιατί δεν μου το ρωτάς; Αν ρωτήσεις, θα απαντήσω. Γιατί να πρέπει να το πω εγώ για σένα;»
«Γιατί να μην το πεις από μόνος σου;»
«Γιατί δε θέλω να σε κακομάθω»
Σιωπή.
«Γιατί όχι;»
«Γιατί να μην σε κακομάθω ή γιατί δε θέλω να σε κακομάθω;»
«Το δεύτερο»
Τις μεγαλύτερες απορίες, ένα φιλί τις έχει λύσει, μάτια μου.