Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Καλύτερα μόνη, παρά με λάθος τρόπο αγαπημένη.
Γιατί δεν ξέρετε πόσο μαράζωσα για να μην λυγίσω.
Πόσο πόνεσα για να μην ντραπώ.
Και αν το όνειρο χάθηκε, αν κάποιος άνεμος το πήρε, θα ζωγραφίσω ένα καινούριο όνειρο που θα ταιριάζει στον καμβά της ψυχής μου.
Γιατί έζησα.
Δεν λέω πως δεν έζησα.
Ήπια, έφαγα, ταξίδεψα, γνώρισα ανθρώπους, έζησα απίστευτες στιγμές.
Παντρεύτηκα, γέννησα δύο αγγελούδια.
Χώρισα.
Και η ζωή σταματάει;
Ποιος είναι αυτός που θα μας πει να σταματήσουμε να αισθανόμαστε, να ερωτευόμαστε, να αγαπάμε, να κάνουμε όνειρα, να σερνόμαστε απ’ τον έρωτα, να χύνουμε αμέτρητα δάκρυα, να περιμένουμε, να υπομένουμε, να ξεφτιλιζόμαστε, να κραυγάζουμε, να μην μιλιόμαστε, να κλαίμε, να γελάμε, να μοιραζόμαστε, να ξεχνιόμαστε.
Κανείς!
Μόνο η καρδιά μπορεί να δώσει εισιτήριο.
Και είναι στιγμές που δεν ακούει τίποτα και κανέναν.
Αυτόβουλη, αυτεξούσια, αυτοδύναμη.
Αυτή ξέρει για εμάς;
Ίσως ξέρει, γιατί αυτή μας δίνει ζωή, αυτή μας την παίρνει.
Ίσως πάλι αν την ακούγαμε πιο προσεκτικά, πιο θαρραλέα κάποιες στιγμές, θα ήμασταν περισσότερο ευτυχισμένοι.
Η δική μου καρδιά πάντως είναι γεμάτη, είναι ερωτευμένη.
Γιατί ο έρωτας δίνει ζωή!
Και θά’ρθει η μέρα που θα έχω πάρει όλες τις τζούρες της ζωής που μου αναλογούν.
Και τότε θα αράξω στην καρέκλα μου, να φουμάρω ήσυχα την ζωή που ρούφηξα, τζούρα τζούρα μέχρι το τέλος!