Γράφει ο Κωνστατίνος Καρύδης
Δεν καταλάβαμε πότε φτάσαμε στο σημείο να γίνουμε ξένοι. Όχι απ’ αυτούς που δεν γνωρίστηκαν ποτέ, αλλά από εκείνους που είχαν γνωρίσει τα πάντα ο ένας στον άλλον — και τα ξέχασαν. Σιγά-σιγά. Μέρα με τη μέρα.
Σου μιλούσα λιγότερο. Μου απαντούσες πιο αργά. Φιλιόμασταν χωρίς αλήθεια. Κοιμόμασταν δίπλα, όχι μαζί. Και το χειρότερο; Το θεωρήσαμε φυσιολογικό.
Κάθε βράδυ, καθόμουν στο ίδιο σημείο στον καναπέ, κοιτούσα μια παλιά φωτογραφία σου, και σκεφτόμουν πως χάσαμε όλα όσα δεν είχαμε το θάρρος να υπερασπιστούμε. Δεν τσακωθήκαμε γιατί δεν αγαπιόμασταν. Τσακωθήκαμε γιατί φοβηθήκαμε. Φοβηθήκαμε να παραδεχτούμε πως πονάμε. Πως μας έλειπε ο άλλος. Πως δεν ξέρουμε να υπάρχουμε χωρίς “εμάς”.
Δώσαμε χώρο στον εγωισμό. Του στρώσαμε το κρεβάτι μας. Του αφήσαμε τα μηνύματα αναπάντητα και τις συγγνώμες ανείπωτες. Τον αφήσαμε να φυλάξει τις αγκαλιές μας. Κι εκείνος τις έκρυψε, τις πέταξε.
Απόψε λοιπόν, δεν γράφω για να πω κάτι βαρύγδουπο. Γράφω γιατί με πνίγει αυτή η ανάμνηση του “λίγο πριν”. Του “παραλίγο να σωθούμε”. Του “σχεδόν”.
Κι αν σου μείνει κάτι απ’ όλα αυτά, κράτα μόνο το εξής:
Αν ξαναβρεθούμε, ας μην το αφήσουμε να μας ξεγλιστρήσει ξανά. Ούτε από κούραση. Ούτε από φόβο. Ούτε από εγωισμό.
Κάπου μέσα μας, υπάρχει ακόμα εκείνη η φλόγα.
Κι αν δεν την ανάψουμε εμείς… ποιος;