Γράφει η Λέλα Σακήλια
Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε πολύ. Τα βλέμματα έκαναν πάντα τη δουλειά τους. Το δικό σου, βαθύ και ατίθασο, έψαχνε να ξεγυμνώσει τις πιο σκοτεινές μου σκέψεις. Το δικό μου, πεισματάρικο και γεμάτο αυθάδεια κι ανυπομονησία, να σου πει “είμαι εδώ, μη με κάνεις να μετανιώσω”.
Θυμάσαι εκείνη τη σκηνή από το Notting Hill; Εκεί που η Julia Roberts κοιτάζει τον Hugh Grant με ένα βλέμμα που σαρώνει; Δεν λέει τίποτα, αλλά κάθε εκατοστό της τον ικετεύει να την καταλάβει, να τη δεχτεί, έτσι όπως είναι. Κι εκείνος; Της απαντάει σιωπηλά, “ξέρω, σε βλέπω”. Ο κόσμος γύρω τους θολώνει. Είναι μόνο οι δυο τους.
Εμείς, όμως, δεν ήμασταν ποτέ τόσο ήρεμοι. Οι δικές μας ματιές ήταν πιο άγριες, πιο διψασμένες. Κοιταζόμασταν σαν να παλεύαμε για το ποιος θα ρίξει πρώτος τις άμυνες. Δεν υπήρχαν υποσχέσεις για πάντα. Υπήρχαν μόνο βλέμματα που φώναζαν “τώρα”.
Θυμάσαι εκείνο το μεσημέρι του πρώτου μας πραγματικού καβγά; Λόγια βαριά, ανελέητα. Κι όταν τα λόγια τελείωσαν, το μόνο που έμεινε ήταν οι ματιές μας να παίζουν το τελευταίο χαρτί. Είδα στα δικά σου εκείνο το “πληγώνομαι, αλλά δεν σταματάω”. Είδες στα δικά μου το “σε θέλω, όσο κι αν πονάω”. Και ξαφνικά, όλα είχαν τελειώσει. Όχι γιατί λύθηκαν. Αλλά γιατί με τα μάτια μας είπαμε την αλήθεια που φοβόμασταν να φωνάξουμε.
Είναι παράξενο, έτσι; Πόση δύναμη έχει ένα βλέμμα. Δεν μπορείς να το ελέγξεις. Δεν μπορείς να το σβήσεις. Εκεί που οι λέξεις καταρρέουν, αυτό μένει και σου γυμνώνει την ψυχή. Σε εκθέτει. Και κάπου εκεί είναι που ξεκινά η πραγματική συζήτηση.
Ακόμα και τώρα, όταν δεν είσαι εδώ, κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τα δικά σου. Τα θυμάμαι να με καίνε, να μου υπόσχονται, να με καταστρέφουν και να με ξαναχτίζουν, χωρίς να πουν ούτε μία λέξη.
Οι ουσιαστικότεροι διάλογοι, αυτοί που μένουν για πάντα, δεν ειπώθηκαν ποτέ. Μόνο ζήσαμε τη σιωπή τους.