Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Το τραπέζι στρώθηκε ξανά. Τα φαγητά βγήκαν ζεστά, τα ποτήρια γέμισαν, το κόκκινο κρασί και το ρακόμελο έτοιμα να δώσουν τη δική τους ζεστασιά. Ήταν από εκείνες τις νύχτες που κουβαλούν μέσα τους κάτι μαγικό. Μια βραδιά που δεν είχε τίποτα παραπάνω από ανθρώπους που ήθελαν να είναι εκεί. Όχι που έπρεπε, που ήθελαν. Όχι βόλεψε να είναι.. ίσα ίσα!
Γύρω από το τραπέζι, η ζωή ξετυλίχθηκε άλλη μια φορά και οι λέξεις ακούστηκαν. Δεν αναλώθηκαν για να γεμίσουν θόρυβο το χώρο. Βρήκαν στόχο να αγγίξουν και λόγο να υπάρξουν. Τα ποτήρια τσούγκρισαν, οι κουβέντες άρχισαν να κυλούν αβίαστα, οι φωνές ανέβηκαν και χαμήλωσαν, τα συναισθήματα άλλαζαν ρυθμό όπως οι νότες ενός τραγουδιού. Γέλια και δάκρυα μπερδεύτηκαν, στιγμές που για καιρό έμειναν φυλαγμένες ήρθαν και απλώθηκαν μπροστά μας, λέξεις που βγήκαν από την καρδιά και βρήκαν απάντηση.
Κι η ώρα πέρασε και ξημέρωνε.. Δεν υπήρχε βιασύνη. Μερικές λέξεις ακόμα, μερικές αγκαλιές παραπάνω. Από εκείνες τις αληθινές, που κουβαλούν κάτι από τη ζεστασιά του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου. Από εκείνες που σβήνουν τις ψεύτικες αγκαλιές που σε άγγιξαν όλο τον χρόνο και σε καθαρίζουν από την σκαρταδούρα που για καιρό βρήκε καταφύγιο στο σπιτικό σου.
«Να μου πεις, να σου πω…» Και τα λόγια έρχονταν αβίαστα. Κανείς δεν ήθελε να τελειώσει η βραδιά. Ήταν σαν να καθάριζαν οι ψυχές, σαν να έβρισκε ο καθένας το δικό του κομμάτι σε ένα σπίτι καινούριο, που προορίστηκε να γίνει σπιτικό κι αυτό.
Και όταν έφυγαν οι τελευταίοι, όταν οι «καλές χρονιές» και τα «καλό ξημέρωμα» ειπώθηκαν και η πόρτα έκλεισε, μόνο τότε το συνειδητοποίησα. Καμία φωτογραφία. Ούτε ένα κλικ για να κρατήσει αυτή τη νύχτα.
Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν χρειάστηκε. Η στιγμή χαράχτηκε μέσα μας. Εκεί, βαθιά, μαζί με τις λέξεις που ειπώθηκαν, τις αγκαλιές που δόθηκαν, τις σιωπές που δεν ήταν αμήχανες. Δεν χρειάζονται όλες οι στιγμές αποτύπωση. Μερικές μένουν εκεί που πρέπει: στις καρδιές μας. Και αυτές είναι οι πιο αληθινές μνήμες.