Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Απάλλαξέ με ζωή απ’ όλα τα δύσκολα κομμάτια που με σφίξανε. Την ευαισθησία μου εξαφάνισε, κάνε την καρδιά μου πέτρα. Να μην πονάει. Δεν αντέχεται ο πόνος όταν τον βιώνεις μόνος. Κανείς δεν ακούει την καρδιά μου που λυσσομανάει. Κανείς δεν καταλαβαίνει την κραυγή της.
Ακόμα και οι τοίχοι που έχουν αυτιά, δεν την ακούνε πια. Ξαναγυρνάει ο αντίλαλος και πάλι στο κορμί μου. Έχασα ό,τι αγαπούσα κι εγώ φταίω. Δεν είναι ότι μετάνιωσα, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω πια, αλλά ούτε και εγώ εκεί που ήμουνα.
Κομμάτια του εαυτού μου μονάχα έβλεπα. Απλά ο πόνος μου είναι αμείλικτος και κοντεύει να με κατασπαράξει. Πέτρωσέ μου όμως την καρδιά να σταματήσει να χτυπά! Απάλλαξέ με απ’ την ευαίσθητη πλευρά μου, αυτήν που φεγγίζει πάνω στην λύπη.
Έχω την βεβαιότητα πως η ψυχή μου παραφρονεί και δεν έχω πλέον την δύναμη να την σηκώσω. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, δεν μπορώ να διαβάσω, δεν μπορώ να γράψω. Κι αυτό από μόνο του με ταλαιπωρεί. Τι να την κάνω την ζωή όταν με ταλαιπωρεί τόσο; Τι να τον κάνω τον εαυτό μου, όταν είναι τόσο ανήμπορος; Τι να τον κάνω τον ουρανό όταν είναι τόσο μαύρος;
Και μην νομίζεις ότι δεν την παλεύω, την παλεύω μ’ όλη την δύναμη της ψυχής μου. Έχω χάσει τα πάντα εκτός από τη σιγουριά της καλοσύνης μου. Αυτήν είναι που με κρατάει. Αυτήν είναι που με στυλώνει. Δεν βλέπω τι γίνεται γύρω μου, δεν με νοιάζει.
Υπάρχει πολλή καλοσύνη γύρω μου. Κι αυτό επίσης με κρατάει και με ζεσταίνει. Αλλά έχασα τον ειρμό μου, έχασα πολλά απ’ αυτά που αγαπώ και με δέρνει η λύπη.
Λυπάμαι, γιατί εγώ έφταιξα σε όλα, σ’ όλα αυτά που έφυγαν απ’ τα χέρια μου. Γιατί η ανημποριά μου μερικές φορές αφήνει την ζωή μου να με παίρνει αμπάριζα.
Είναι Οκτώβρης και νοιώθω σαν ένα φύλλο ξεραμένο στο έδαφος, να δέρνεται απ’ τους ανέμους. Όπου φυσάει ο άνεμος και η ψυχή μου.
Εγώ η ατρόμητη χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου. Εγώ η ατρόμητη χάνω τον εαυτό μου και δεν μπορώ να με βρω ούτε με πυξίδα.
Να απενεργοποιήσω πρέπει κάποια συναισθήματα που στην ουσία αποδεικνύονται μάταια.