Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Είναι λέξη. Μικρή. Με χίλιους τρόπους δοκιμασμένη και με άλλους τόσους ξεχασμένη σε ένα παλιό ντουλάπι ενός γνώριμου γραφείου. Για άλλους απλή και για άλλους περίπλοκη. Για μερικούς άγνωστη, αλλά για άλλους γνώριμη, πολύ. Κάποιοι δεν την άντεξαν και άλλοι την κουβαλούν ακόμα μέσα τους.
Στις μέρες μας έγινε επιδημία. Απομόνωση. Μοναχικότητα. Νοσταλγία στο παρελθόν και αποφυγή στο μέλλον. Έγινε ρουτίνα, τρόπος ζωής και καθημερινότητα. Κατάντησε «βίαιη» χωρίς καν να σε αγγίζει. Κατέληξε σκληρή και τρυπάει τα σωθικά μέχρι να φτάσει στην ψυχή.
Συνήθως ονομάζεται μοναξιά και έρχεται ντυμένη φως. Υπάρχει γύρω μας παντού, φοβίζοντας τους ανθρώπους που προσπαθούν να την ξορκίσουν μέσα από δυνατές φωνές. Μέσα από έρωτες της μιας βραδιάς και φίλους που ήταν απλά περαστικοί, κλείνουν τα μάτια στην αλήθεια.
Εγώ όμως δεν σάλεψα στιγμή. Όταν ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα, απλά την άνοιξα και δεν έβγαλα μιλιά. Στάθηκα απέναντί της και της άπλωσα το χέρι. Την γνώρισα. Την αφουγκράστηκα. Την κατάλαβα. Ώσπου την αγάπησα και την έφερα κοντά μου. Την έκανα κομμάτι μου και την νίκησα.
Μου έμαθε να στέκομαι στα πόδια μου, να μην έχω ανάγκη κανέναν, να μη χρειάζομαι κανέναν ώμο να πιαστώ, να φυλάω τα ρούχα μου για να έχω τα μισά. Και έτσι, απλά, συνέχισα να προχωράω αφήνοντάς την πίσω μου, σαν μια σκιά να με ακολουθεί.