Γράφει η Άννα Μαρκοπούλου
Την κοιτάζω και χαμογελάω πικρά. Είναι εκείνη η φωτογραφία από ένα καλοκαίρι που όλα έμοιαζαν δυνατά, όλα έμοιαζαν να έχουν νόημα. Εγώ κι εσύ, χαμογελαστοί, δίπλα στη θάλασσα, με τον ήλιο να πέφτει πίσω μας. Ένα καρέ που δείχνει μια στιγμή, αλλά κρύβει μια ιστορία που έμεινε μισή.
Παρολίγο ευτυχία. Τι παράξενο που ακούγεται, έτσι δεν είναι; Κι όμως, ήταν αυτό που ήμασταν. Ένα βήμα πριν από το «μαζί», αλλά πάντα με μια μικρή απόσταση που δεν μπορούσαμε να γεφυρώσουμε. Ένα χαμόγελο που έκρυβε φόβους, ένα βλέμμα που απέφευγε να κοιτάξει πολύ βαθιά, μήπως και βρει κάτι που δεν μπορούσε να αντέξει.
Η φωτογραφία, όμως, δεν λέει την αλήθεια. Δείχνει μόνο το «ήμασταν», όχι το «δεν θα γίνουμε ποτέ». Δεν δείχνει τα λόγια που δεν ειπώθηκαν, τις σιωπές που έγιναν θηλιά, τα όνειρα που πνίγηκαν πριν προλάβουν να ανασάνουν.
Την κρατάω στα χέρια μου και αναρωτιέμαι αν θυμάσαι. Αν έχεις κι εσύ τη δική σου, χωμένη κάπου, ξεχασμένη ή κρυμμένη για να μην την αντικρίζεις. Μήπως όταν την κοιτάς, νιώθεις κι εσύ εκείνο το τσίμπημα στο στήθος; Εκείνη τη μικρή θλίψη για όλα όσα θα μπορούσαμε να είμαστε, αλλά ποτέ δεν ήμασταν.
Παρολίγο ευτυχία. Είναι τόσο λυπηρό και τόσο όμορφο ταυτόχρονα. Γιατί έστω κι έτσι, ήταν κάτι. Ήταν μια στιγμή που για λίγο πίστεψα ότι όλα είναι δυνατά. Και αν αυτή η φωτογραφία είναι το μόνο που έμεινε, τουλάχιστον μου θυμίζει ότι ζήσαμε.
Μπορεί να μην φτάσαμε ως το τέλος, αλλά φτάσαμε κάπου. Κι αυτό το «κάπου» θα είναι πάντα δικό μας, χαραγμένο σε εκείνη τη φωτογραφία που κουβαλάω σαν απόδειξη ότι υπήρξαμε.