Γράφει η Λέλα Σακήλια
Μην κάνεις θόρυβο φεύγοντας.
Φύγε έτσι, ήσυχα. Ήρεμα. Χωρίς πολλά πολλά.
Άλλωστε ήταν τόσα πολλά, τόσο θορυβώδη αυτά που είπες, που δεν χρειάζονται άλλα.
Έκανες τόση φασαρία στο σύντομο πέρασμά σου, που δεν χρειάζεται κάτι άλλο.
Αν είναι να φύγεις, άφησε πίσω τη φασαρία σου και πάρε μαζί σου μόνο τη σιωπή.
Αυτή που έπεφτε βαριά ανάμεσά μας, εκεί στα τελευταία.
Τη σιωπή που δεν ήξερα πια αν ήταν αδιαφορία ή κόπωση.
Τη σιωπή που γινόταν πιο εκκωφαντική απ’ οποιοδήποτε «σ’ αγαπώ».
Δεν έχω ανάγκη εξηγήσεις.
Τις είπες ήδη, μισές, θολές, ακατέργαστες.
Δεν έχω ανάγκη αποχαιρετισμούς — με αποχαιρέτησες πολλές φορές πριν καν φύγεις.
Μονάχα αυτή τη φορά, κράτα χαμηλά τη φωνή σου.
Κράτα χαμηλά και το βλέμμα σου.
Γιατί εκεί μέσα, στα μάτια σου, έχω αφήσει τις πιο όμορφες μέρες μου, και δεν αντέχω να τις δω να φεύγουν.
Δεν πειράζει να φύγεις. Πειράζει να γκρεμίζεις.
Πειράζει να σβήνεις ό,τι κάποτε φώτιζες.
Να μπερδεύεις τα λόγια σου με υποσχέσεις και να βαφτίζεις τα λάθη σου αγάπη.
Μην το κάνεις αυτό πάλι. Δεν χρειάζεται.
Η αποχώρηση μπορεί να είναι κι αυτή μια πράξη αγάπης, όταν γίνεται με σιωπή.
Κι αν ποτέ θελήσεις να θυμηθείς,
μην ψάξεις σε φωτογραφίες ή παλιά μηνύματα.
Θα με βρεις στα μικρά.
Στο άρωμα του καφέ που έπινα μόνη μου,
στην άκρη του μαξιλαριού που έμενε πάντα άδεια,
στις σιωπές που δεν έμαθες να ακούς.
Ναι, φύγε. Μα φύγε σωστά.
Όχι σαν καταιγίδα, μα σαν ανάσα που τελειώνει απαλά.
Μην αφήσεις συντρίμμια, άσε μόνο εκείνη τη μικρή ησυχία που έρχεται μετά από μια μεγάλη φασαρία.
Αυτήν θέλω να θυμάμαι.
Όχι τη φωνή σου, ούτε τα λόγια σου —
μονάχα τη στιγμή που ησυχάζουν όλα.
Γιατί μόνο τότε καταλαβαίνεις πως κάποιος έφυγε στ’ αλήθεια.
Όταν δεν κάνει πια θόρυβο.
