Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Όταν σε γνώρισα, κατάλαβα πώς είναι να κοιτάς έναν άνθρωπο και να βλέπεις τον άλλο σου εαυτό. Όχι σαν αντανάκλαση στον καθρέφτη, αλλά σαν κάτι βαθύτερο. Σαν ψυχή που την είχες ξαναδεί. Κάπου. Κάποτε. Σε άλλο χρόνο, σε άλλη ζωή.
Δεν σε ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Δεν ήσουν αυτό το χτύπημα στο στήθος που έρχεται απροειδοποίητα.
Ήσουν κάτι πιο ύπουλο. Πιο αληθινό.
Ήρθες αθόρυβα, μέσα από το γέλιο σου, μέσα από τις κουβέντες μας που τελείωναν πάντα λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Μέσα από τα βλέμματα που κρατούσαν δευτερόλεπτα παραπάνω από το «κανονικό».
Μπήκες μέσα μου μέσα από τη φιλία. Από τα μικρά. Από τα αθώα.
Και ξαφνικά, το “είμαι εδώ για σένα” απέκτησε φωνή. Τη δική σου.
Δεν ήσουν απλώς γυναίκα. Ήσουν θύελλα.
Θύελλα του Μάη. Εκείνου του μήνα που όλα ανθίζουν και όλα καίγονται μαζί.
Έφερες βροχή και λιακάδα την ίδια στιγμή. Με αναστάτωσες, με ηρέμησες, με ισοπέδωσες.
Και εγώ, με μια ηλίθια συνειδητότητα, δεν ήθελα να το δω.
Γιατί φοβήθηκα να νιώσω κάτι τόσο δυνατό, τόσο… καθαρό.
Εσύ όμως ήξερες.
Χωρίς να το φωνάζεις. Χωρίς να το απαιτείς.
Με κοίταζες όπως δεν με κοίταξε κανείς.
Με άκουγες ακόμα κι όταν δεν μιλούσα.
Με κράταγες όταν δεν έλεγα ότι πέφτω.
Ήσουν εκεί. Και μέσα μου γεννήθηκε κάτι που δεν το είχα ξαναδεί.
Δεν ήταν απλά έρωτας. Ήταν μια βαθιά αναγνώριση.
Σαν να μου ψιθύριζε η ζωή: «Αυτό είναι. Αυτή είναι.»
Ήσουν το απωθημένο που δεν το είχα φανταστεί.
Το μαζί που δεν είχα ζητήσει.
Η φωτιά που δεν φοβήθηκα να καώ, μόνο και μόνο γιατί ήξερα πως αν είναι να καώ, ας είναι από εσένα.
Θύελλα του Μάη…
Με παρέσυρες και δεν αντιστάθηκα.
Και τώρα πια, δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς τη φωνή σου, χωρίς το χέρι σου, χωρίς το γέλιο σου να σπάει την κάθε μου σιωπή.
Σε ερωτεύτηκα.
Όχι ξαφνικά, μα ολόκληρα.
Σε ερωτεύτηκα όταν κατάλαβα πως δεν ήσουν απλώς μια γυναίκα που μπήκε στη ζωή μου.
Ήσουν ο άλλος μου εαυτός.
Κι αν αυτό δεν είναι αγάπη, τότε δεν ξέρω τι είναι.