Γράφει η Αλεξάνδρα Φαρμάκη
Με είδες πριν σε κοιτάξω.
Και με άγγιξες, χωρίς να με έχεις πλησιάσει.
Δεν καταλαβαίνεις πάντα πότε ξεκινάει ένας έρωτας. Δεν έχει κουδούνια και σημαιάκια.
Μερικές φορές ξεκινά σιωπηλά, από μια σκιά που στάθηκε λίγο παραπάνω στο φως σου.
Ήμουν εκεί. Στο ημίφως, στο σχεδόν.
Δεν ήθελα να με δεις ξεκάθαρα. Ήθελα να με αισθανθείς.
Να νιώσεις το πέρασμά μου από το βλέμμα σου σαν ρεύμα. Σαν ένα τίποτα που αφήνει πίσω του τα πάντα.
Δεν σου μίλησα. Αλλά κάθε μου σιωπή ήταν πρόσκληση.
Κάθε μικρή κίνηση του χεριού μου ήθελε να γίνει λέξη πάνω σου.
Όχι για να εξηγηθεί, αλλά για να υπάρξει.
Δεν ήταν ανάγκη να με μάθεις.
Ήταν ανάγκη να με αναγνωρίσεις.
Να καταλάβεις πως αυτή που στάθηκε απέναντί σου, δεν ήρθε για να παίξει.
Ήρθε για να γίνει ό,τι φοβάσαι και ό,τι δεν τολμάς να ζητήσεις.
Κι αν νομίζεις πως δεν είναι έρωτας αυτό,
σκέψου: πόσες φορές ένιωσες κάτι να σου σκαλίζει το δέρμα μόνο με ένα βλέμμα;
Πόσες φορές ένιωσες την επιθυμία να μην χρειάζεται λέξεις, γιατί το σώμα σου είχε ήδη απαντήσει;
Εγώ ήμουν εκείνη η απάντηση που δεν είχες σκεφτεί πως ψάχνεις.
Η σκιά που σου υποσχέθηκε φως χωρίς να στο ζητήσει.
Το άγγιγμα που έγινε σκέψη. Η σκέψη που έγινε ανάγκη.
Και ίσως να μη γίνει ποτέ τίποτα παραπάνω.
Ίσως να χαθούμε ο ένας από τον άλλον σαν όλες τις φορές που φοβηθήκαμε να φωνάξουμε αυτό που θέλαμε.
Αλλά δεν θα ξεχαστεί. Όχι αυτό.
Γιατί εγώ σε ένιωσα πριν σε ακουμπήσω.
Και αυτό, ό,τι κι αν συμβεί, δεν το παίρνει πίσω κανείς.