Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Όταν όλα καταρρέουν, κάποιοι γυρνάνε την πλάτη και φεύγουν. Κάποιοι γονατίζουν και κλαίνε. Κι είναι κι αυτοί που σφίγγουν τα δόντια, ανοίγουν τα φτερά τους και πετάνε κατευθείαν μέσα στη θύελλα.
Μην τους κοιτάς και λες “τυχεροί”. Δεν είναι θέμα τύχης. Είναι θέμα πείσματος. Θέμα απόφασης. Να μη φοβηθούν την καταιγίδα, ούτε να παραδοθούν σε αυτήν. Να την κοιτάξουν κατάματα και να πουν “έλα, δώσε ό,τι έχεις”.
Δεν είναι άτρωτοι. Δεν γεννήθηκαν πιο δυνατοί από σένα. Κι αυτοί έχουν βράδια που σπάνε. Έχουν στιγμές που δεν αντέχουν. Αλλά έχουν μάθει να μην αφήνουν τον φόβο να τους πνίγει. Έχουν κάνει συμφωνία με τον εαυτό τους να μη γονατίσουν, όσο κι αν πονάει, όσο κι αν τσούζει η αλήθεια.
Τους βλέπεις και λες “ποιοι νομίζουν ότι είναι;”. Είναι αυτοί που δεν έμαθαν να κρύβονται, που δεν έμαθαν να κάνουν πίσω. Που φοβούνται όπως όλοι, αλλά φοβούνται πιο πολύ το να μείνουν ίδιοι. Να βαλτώσουν, να πετάξουν λευκή πετσέτα.
Δεν τους ενδιαφέρει αν θα βγουν νικητές. Δεν τους καίγεται καρφί αν η μάχη τους κοστίσει τα πάντα. Αυτό που τους νοιάζει είναι να μην αφήσουν την καταιγίδα να τους κάνει να ξεχάσουν ποιοι είναι. Να μην επιτρέψουν σε κανέναν να τους καθορίσει, να τους λυγίσει, να τους κάνει να γονατίσουν.
Δεν είναι ότι δεν πονάνε. Είναι ότι αποφάσισαν να πονούν όρθιοι. Να μην επιτρέψουν σε κανέναν να τους πει πώς πρέπει να ζουν, πώς πρέπει να αντέχουν, πώς πρέπει να πολεμούν. Γιατί το να πετάς μέσα στη θύελλα δεν είναι θέμα γενναιότητας. Είναι θέμα επιβίωσης.
Κι αν κάποτε σταθούν απέναντι στον καθρέφτη και μετρήσουν τις πληγές τους, δεν θα τις μετανιώσουν. Γιατί αυτές είναι τα παράσημά τους. Απόδειξη ότι δεν κρύφτηκαν ποτέ. Ότι όταν η καταιγίδα ξέσπασε, εκείνοι δεν έσκυψαν το κεφάλι. Άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν.