Κι εγώ κουράστηκα, και άδειασα και δεν θυμάμαι πια..
Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Δεν ήσουν καλά.
Έκανα να σου μιλήσω και εσύ με έδιωχνες μακριά σου.
Μα εγώ δεν έφυγα!
Έκανα ένα βήμα πιο πίσω.
Ήθελα να ξέρεις ότι είμαι κοντά σου.
Έγειρα να σε αγκαλιάσω και εσύ με έσπρωχνες.
Μα εγώ δεν έφυγα!
Έκατσα απέναντι σου.
Ήθελα να ξέρεις ότι σε κοιτάζω.
Δεν ήσουν καλά.
Έμεινα να σου σκουπίσω τα δάκρυα και εσύ μου γύρναγες την πλάτη.
Μα εγώ δεν έφυγα!
Ξάπλωσα δίπλα σου.
Ήθελα να ξέρεις ότι είσαι ασφαλής.
Προσπαθούσα να σε κάνω να χαμογελάσεις και εσύ με πλήγωνες.
Μα εγώ δεν έφυγα!
Γονάτισα δίπλα σου.
Ήθελα να ξέρεις ότι θα έκανα ότι και αν μου ζητούσες.
Δεν ήσουν καλά.
Ήθελα να σου απαλύνω τις πληγές και εσύ με μείωνες.
Μα εγώ δεν έφυγα!
Έκανα ένα βήμα πιο κοντά σου.
Ήθελα να ξέρεις πόσο πονούσα που πονάς.
Έκανα να σου χαρίσω την καρδιά μου και εσύ την στράγγιξες.
Μα εγώ δεν πέθανα..
Έπιασα το χέρι σου.
Ήθελα να ξέρεις ότι θα σου έδινα και άλλα αν είχα.
Δεν είσαι καλά.
Έφτιαξα να μοιραστούμε μια φούχτα ευτυχίας και εσύ μου φώναζες.
Μα εγώ δεν έφυγα!
Σε κοιτούσα σιωπηλά.
Ήθελα να ξέρεις ότι σε άκουγα.
Δεν είσαι καλά.
Πολέμησα να θυμηθώ γιατί σε αγάπησα και εσύ λύγισες.
Και εγώ δεν έφυγα..
Σε σήκωσα από το πάτωμα.
Ήθελα να ξέρεις πως όσο αντέχω, θα το κάνω.
Δεν ήσουν καλά.
Και εγώ δεν έφυγα.
Δεν είσαι καλά.
Και εγώ δεν έφυγα.
Και εγώ κουράστηκα.
Και άδειασα.
Και δεν θυμάμαι πια.
Δεν είσαι καλά.
Και εγώ δεν έμεινα..