Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Ήξερα το «μέτρον άριστον». Έζησα μέσα στο φράγμα του, έμαθα να φυλάγομαι από το “πολύ”. Κι όμως, μια μέρα άνοιξα την πόρτα στο παν. Στην υπερβολή, στην τρέλα, στο χάος. Και τότε ήρθες εσύ. Μια στιγμή ήταν αρκετή για να συναντηθούμε. Για να χαθούμε.
Είμαστε άναρχα όνειρα, κομμάτια που δεν ταίριαξαν ποτέ, μα παλεύουν να ενωθούν. Εδώ ανήκω. Σ’ αυτό το “εμείς” που δεν χωράει στα συνηθισμένα. Θέλω να ταξιδεύω στο ψέμα σου. Στα σεντόνια που δεν είναι δικά μας, στα δωμάτια που έχουν τη μυρωδιά σου.
Ράβω ψιλοβελονιά κάθε μας στιγμή. Μια βελονιά αγάπη, μια μνήμη, μια ενοχή, μια απώλεια, μια προδοσία. Κι ύστερα ξανά απ’ την αρχή. Ένα ατέλειωτο ρούχο από χαμένες στιγμές και ελπίδες που δεν φτάνουν ποτέ στο τέλος. Μα ίσως δεν χρειάζεται. Γιατί αυτό που είμαστε, δεν τελειώνει.
Ο παράδεισος που μας έμαθαν δεν υπάρχει. Αυτή η ιδανική εικόνα ευτυχίας είναι ένα ψέμα. Δεν υπάρχουν χαμένοι παράδεισοι – τους δημιουργούμε μόνοι μας. Όπως και η κόλαση. Δεν υπάρχει εκείνο το απόλυτο κακό που μας τρομάζουν τα παραμύθια. Γιατί εσύ είσαι ο παράδεισός μου. Εγώ είμαι η κόλασή σου. Και μαζί είμαστε όλα.
Και κάθε φορά που οι βοριάδες βγαίνουν βόλτα και ξυπνάνε τις μνήμες, τα “αν” και τα “ίσως” μας χτυπούν ανελέητα. Τότε θυμάμαι, είμαστε απλώς θνητοί. Ανυποψίαστοι, παραδομένοι στην ένταση αυτού που δεν λέμε. Σ’ έναν κόσμο που φοβάται τη φωτιά, εμείς την αγκαλιάζουμε. Γινόμαστε στάχτη και χορεύοντας πάνω της, ξαναγεννιόμαστε, γιατί ξέρουμε πως αξίζει.
Παράδεισος είσαι εσύ, όταν με κοιτάς και όλα γύρω μου σωπαίνουν. Κόλαση είσαι εσύ, όταν φεύγεις και αφήνεις πίσω σου το κενό. Παράδεισος είμαι εγώ, όταν γελάω μέσα στην αγκαλιά σου. Κόλαση είμαι εγώ, όταν η σιωπή μου σε πνίγει. Μαζί, γινόμαστε ένας παράδεισος που καίγεται και μια κόλαση που σώζει.
Εσύ είσαι το φως μου και το σκοτάδι μου. Το χέρι που με τραβάει στην άκρη και το ίδιο χέρι που με σπρώχνει πίσω. Εγώ είμαι ο βράχος σου και το κύμα που τον διαλύει. Είμαστε μαζί ακόμα και χώρια. Δεν υπάρχει άλλο.
Κι αν οι άνεμοι προσπαθούν να μας διαλύσουν, αν η ζωή μας φέρνει εμπόδια, εμείς θα είμαστε εδώ. Γιατί δεν είμαστε απλώς δύο ψυχές. Είμαστε το παν. Η κόλαση και ο παράδεισος που επιλέγουμε κάθε μέρα. Το τώρα μας. Το πάντα μας.
Κι αν χαθούμε; Τουλάχιστον ζήσαμε. Στο παν. Στο δικό μας παν.