Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Δυο θηρία, δυο άγρια θηρία που διψούσαν να κερδίσουν τα πάντα, να κατακτήσουν άπιαστους στόχους, να υποτάξουν κάθε έναν γύρω τους, να τον κάνουν να υποκλιθεί στην αξία και την υπεροχή τους. Δυο θηρία διψασμένα για απάτητες κορυφές κι ακατόρθωτα κατορθώματα. Δυο βλέμματα σκληρά, ψυχρά, αποφασισμένα. Δυο βλέμματα που σαν ενώθηκαν, έγιναν έκρηξη…
Σαν άγρια θηρία περιφερόμασταν ο ένας γύρω απ’ τον άλλο. Να δούμε, να εκτιμήσουμε, να μετρήσουμε, να ζυγιάσουμε τον “εχθρό”, γιατί εχθρός μου φάνηκες κι εγώ σου φάνηκα απειλή. Τρόμαξα, γιατί κάτι στο βλέμμα σου μου φώναζε πως θα μπλέξω. Τρόμαξες, γιατί κάτι στα μάτια μου, σου ούρλιαζε πως θα σ’ εκτροχιάσω.
Έκανες ή έκανα το πρώτο βήμα; Δεν ξέρω να σου πω. Ήταν τόσος ο εγωισμός και των δυο μας, που δεν θα παραδεχόταν κανείς πως έκανε ένα βήμα παραπάνω. Κι ήρθαμε κοντά κι ήταν οι στιγμές πρωτόγνωρες κι ήταν ο χρόνος τιμωρός και μας βασάνιζε χωριστά, γιατί διακόψαμε το δρόμο μας, το μονοπάτι που είχαμε χαράξει, που είχαμε οραματιστεί.
Δεν μπόρεσα να σε νικήσω. Δεν μπόρεσες να με νικήσεις κι ήταν τα μάτια μας καρφιά, αλλά κανένας δεν χαμήλωνε το βλέμμα. Δυο καρδιές που καίγονταν ξανά και ξανά και δυο στόματα που παρέμεναν σφαλιστά. Δυο κορμιά που ανεβοκατέβαιναν απ’ την κόλαση στον παράδεισο με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Δυο εγωισμοί που έδιναν σκληρές μάχες, χωρίς να λένε λέξη. Ατέλειωτες μάχες, χωρίς νικητή. Ατέλειωτες μάχες, με μόνα θύματα δυο ψυχές…
Έφυγες πρώτος; Έφυγα πρώτη; Δεν ξέρω να σου πω. Ήταν τόσος ο εγωισμός και των δυο μας, που δεν θα παραδεχόταν κανείς πως αποχώρησε τελευταίος. Ξέρω μονάχα πως φύγαμε λαβωμένοι και μισοί, κρατώντας αγκαλιά δυο άκαμπτους εγωισμούς.
Δεν έσκυψες το κεφάλι. Δεν έσκυψα το κεφάλι. Κερδίσαμε λοιπόν… Κερδίσαμε άραγε;
Δεν θα σου πω ότι μου λείπεις. Δεν θα σου πω πως πονάω. Δεν θα σου πω πως κάθε βράδυ σκίζω τις σάρκες μου και τις μασκαρεύω με ψεύτικα χαμόγελα κάθε πρωί. Καλά τα καταφέραμε ε; Α! Και πού ‘σαι; Πες στον εγωισμό σου χαιρετίσματα απ’ τον δικό μου…