Γράφει η Ιωάννα Παυλίδου
Είχα τελειώσει, ξέρεις. Είχα βάλει τελείες, σημάδια, υποσημειώσεις και ξεκαθαρίσματα. Είχα κάνει γενική καθαριότητα μέσα κι έξω μου. Είχα πετάξει ό,τι δεν μου ταίριαζε, είχα ξεσκαρτάρει πρόσωπα και καταστάσεις, είχα κλείσει τα φώτα σε όσους έμεναν από συνήθεια. Κι ήμουν επιτέλους εντάξει με τον εαυτό μου. Είχα κάτσει αναπαυτικά στην ησυχία μου, με το φλιτζάνι στο χέρι και την ψυχή καθαρή. Και τότε, ήρθες εσύ.
Δεν έσκασες με θόρυβο. Ήρθες ήσυχα, με εκείνη τη σιγουριά των ανθρώπων που δεν προσπαθούν πια να αποδείξουν τίποτα. Ένα βλέμμα, μια κουβέντα, μια απλή καλημέρα. Και κάπως έτσι, ο καφές μου — ο καθημερινός, ο αδιάφορος — απέκτησε γεύση ξανά. Όχι γιατί άλλαξες εσύ τον κόσμο μου. Αλλά γιατί, για πρώτη φορά μετά από καιρό, εγώ άφησα κάτι να με αγγίξει.
Δεν θέλω μεγάλα λόγια. Ούτε υποσχέσεις που θα ξεφουσκώσουν στην πρώτη σιωπή. Θέλω απλότητα. Θέλω εκείνο το βλέμμα πάνω απ’ το φλιτζάνι, που λέει περισσότερα απ’ ό,τι θα μπορούσαν ποτέ να πουν οι λέξεις. Θέλω μια καθημερινότητα που να μην πνίγει, να μην υπόσχεται αιώνες, αλλά να χωράει δύο ανάσες κι έναν καφέ.
Πέρασα χρόνια να χτίζω, να γκρεμίζω, να μαζεύω τα συντρίμμια μου. Δεν έχω πια ανάγκη από δράματα. Μόνο αλήθειες. Κι αν χωράνε μέσα σ’ ένα φλιτζάνι, ακόμα καλύτερα. Γιατί η ζωή δεν χρειάζεται πάντα σκηνές και φωνές. Μερικές φορές, θέλει μόνο μια παύση και δυο χέρια που να αγγίζονται πάνω απ’ τον ατμό.
Δεν ξέρω αν θα κρατήσει, κι ούτε με νοιάζει πια.
Μου αρκεί που σήμερα, ο καφές έχει γεύση.
Και πως μαζί του, κάπως ξαναβρήκα κι εμένα.
