Γράφει η Ελένη Αράπη.
Ξέρεις ποιος είναι ο μέγιστος πόνος, όχι όταν λυγίζουν τα γόνατα να δεις πως πονάει η ψυχή όταν λυγάει.
Και εσύ αρνείσαι να σηκωθείς, γιατί ποιός ο λόγος, ορθιος να στέκεις όταν όλα εχουνε ξεθωριασει.
Όταν ακόμα και η ελπίδα εχει ξεψυχήσει.
Ξερεις τι σημαίνει να χεις τα πάντα και ξαφνικά να τα χανεις.Και μην νομίζεις ότι σου μιλάω για το χρήμα, για τον έρωτα, μην νομιζεις ότι αυτά σε πεθαίνουν.
Πάνε χρόνια, που την μνήμη μου έθαψα μέσα σ΄ένα λαγούμι του χρόνου, μέχρι που μνήμα την έκανα, να σβήσει τον πόνο.
Μα σβήνει ο πόνος….νομίζεις ότι μπορείς να ξεχάσεις ότι πιο πολύ αγάπησες…ότι πιο πολύ πόνεσες…
Ούτε νεκρός δεν ξεχνας, η ψυχή πάντα θυμάται, ότι αγάπη θυμίζει.
Ξάφνου ένα λουλούδι σπαρτάρησε, μια ανάσα μαράθηκε, μια ξένη ανάσα.
Τι σημασία αλήθεια έχει αν ο πόνος είναι αλλότριος, όταν μπορεί και ξυπνάει τον παραλυμένο σου τρόμο.
Φοβαμαι…ναι
Τρέμω…ναι
Προσεύχομαι περισσότερο από ποτέ
Μόνη μου ελπίδα ο Θεος…που ως αόρατος ευκολότερα υπάρχει.
Μα τώρα ξέρω…μόνο ενας θάνατος μπορεί τις νεκρές μας ζωές να ξυπνήσει.
Ότι σε πονάει σε λευθερώνει.
Ότι σε φοβίζει σε επιβιώνει.
Κοίτα βαθιά… σε όλους τους μέγιστους πόνους… ευγνωμοσύνη χρωστάς.
Είναι το όπλο σου χωρίς αυτούς ο θάνατος θα σε είχε τσακίσει.
Τώρα ποιος είναι ο μέγιστος πόνος…Ο καθένας σας έχει πολλούς φόβους να καταθέσει…
LoveLetters