Γράφει η Ελένη Σάββα
Και για πες μου, πώς τα κατάφερες και με έκανες να μη σε θυμάμαι πια; Δύσκολο, ακατόρθωτο θα έλεγα κάποτε. Και να που έγινε. Αλλά το ξέρω, δεν φταις εσύ. Εγώ φταίω, που άλλαξα. Άλλαξα και το χαίρομαι και νιώθω σαν να ανθίζουν κάθε μέρα πια οι αμυγδαλιές.
Κάποτε θυμόμουν μόνο τον πόνο και τα δάκρυα. Ύστερα σαν μαγικά, όλα χάθηκαν. Σβήστηκαν; Δεν ξέρω. Ίσως αν ψάξω καλά κάπου στη μνήμη μου, να τα βρω. Ίσως αν ψάξω βαθιά, να πονέσω ξανά. Αλλά δε θα το κάνω.
Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω γιατί, ξέρω μονάχα πως δεν θυμάμαι τίποτα πια. Ούτε το άγγιγμα, ούτε το φιλί, ούτε τα λόγια σου. Ευτυχώς, θα έλεγε κανείς, θυμάμαι τις τελευταίες κουβέντες σου, που με έκαναν να σε ξεχάσω. Αυτές οι τελευταίες 3-4 προτάσεις σου. Θα έλεγα πως ήταν ικανές να διαγράψουν και τις πιο ζωντανές αναμνήσεις μας.
Ούτε για μια στιγμή δεν είπα “Κρίμα!”. Επειδή δεν άξιζε, γι’ αυτό. Ο καθένας διάλεξε το δρόμο του, κι αυτό ήταν αρκετό. Αρκετό για να καταλάβω πώς ο δρόμος μας, δεν σου αρκούσε.
Ίσως και να χαίρομαι που δεν κρατάω πια την ανάμνηση σου. Προσπαθώ, αλλά δεν θυμάμαι πώς είναι το πρόσωπο σου όταν ξυπνάς, ή πως είσαι όταν είσαι σκέφτεσαι έντονα, ή πώς μοιάζουν τα μάτια σου όταν λάμπουν από χαρά κι αγάπη.
Και δεν είναι που πέρασε καιρός, αυτό είναι σίγουρο. Είναι που το επέλεξα. Είναι μια καθαρή, συνειδητή επιλογή, που δεν μετάνιωσα στιγμή. Δεν ξέρω αν τα κατάφερες εσύ, ή αν τα κατάφερα εγώ, μα δεν σε θυμάμαι πια. Και το καλύτερο; Δεν πονάει ούτε σαν μια μικρή γρατζουνιά.
Καμιά φορά θυμάμαι μόνο εκείνες, τις τελευταίες κουβέντες, κι ένα μειδίαμα ζωγραφίζεται στα χείλη μου. Ύστερα στρέφω το βλέμμα μου αλλού, και καταπιάνομαι με άλλες σκέψεις, αφού δεν υπάρχει κανένας λόγος πια να κοιτάζω προς εσένα.