Γράφει η Luna Punk.
Παλιοκουφάλα, σου γράφω αυτό το γράμμα με όλη την αγάπη και την οργή που νιώθω, για να σου πω ότι ξέρω πώς νιώθεις. Ξέρω! Ξέρω πως πέρασες πολλά. Σου κλέψανε τα καλύτερα σου χρόνια. Από πρωταγωνιστή σε μεταμόρφωσαν σε θεατή της ίδιας σου της ζωής. Σ’ ανάγκασαν να μπερδέψεις την ανοχή με την αντοχή. Σε φλόμωσαν στα ψέμματα, σου αντικατέστησαν τις ελπίδες και τα όνειρα με τους φόβους και τις ανασφάλειες και στο περάσανε σαν κάτι το φυσιολογικό. Σε κορόιδεψαν!
Κι εσύ! Τι έκανες εσύ, ανθρωπάκο μου, όσο συνέβαιναν όλα αυτά; Εσύ τους πίστεψες. Είτε γιατί σε βόλεψε, είτε γιατί νόμισες πως δεν είχες άλλη επιλογή! Συνήθισες να παλεύεις για την επιβίωση και όχι για τη Ζωή. Συνήθισες να περπατάς με σκυμμένο κεφάλι. Έγινες γρανάζι του δικού τους συστήματος. Συμβιβάστηκες.
Συμβιβάστηκες τόσο πολύ με το τίποτα, που σου προσέφεραν σε αφθονία μέσα σε φανταχτερά περιτυλίγματα, που το λίγο τους έφτασε να σου είναι αρκετό. Κρύφτηκες στο καβούκι σου και παρέμεινες εκεί για πολύ καιρό. Τόσο, που άρχισε να σου μοιάζει με παλάτι. Πλήρωσες το τίμημα για την πολυτέλεια της απληστίας εκείνων, που εσύ τους χάρισες το δικαίωμα να την διαπράττουν ξανά και ξανά εις βάρος σου.
Μπέρδεψες τον έρωτα με συμφωνίες απεγκλωβισμού από τη μιζέρια σου και τώρα ζεις στο κλουβί, που ο ίδιος έχτισες. Τα θυσίασες όλα στο βωμό της ασφάλειας και της σιγουριάς! Ησυχία, τάξη και ασφάλεια! Βολεύτηκες με ό,τι σου δώσανε, αδιαφορώντας για το τι πραγματικά συμβαίνει γύρω σου! Σκότωσες τα παιδιά σου, πριν έρθουν σ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί θεώρησες πώς αυτός ο κόσμος δεν είναι για παιδιά.
Συμβούλεψες νέους ανθρώπους να φύγουν, για να γλυτώσουν το κακό! Έγινες συνεργός στην εγκληματική διαφθορά τους, χωρίς να το γνωρίζεις! Τους άφησες να τραφούν από το ίδιο σου το αίμα, από τους κόπους και τις θυσίες σου! Και σαν αντάλλαγμα πήρες ένα έδαφος τρεμάμενο, που δεν μπορείς πια ούτε να σταθείς επάνω του. Πίστεψες στα μεγάλα λόγια τους κι ας στα σερβίρανε πάντα σκέτα! Xωρίς καμία πράξη! Βούλιαξες στη μιζέρια σου και συνήθισες να ζεις μέσα σ’ αυτήν. Συνήθισες τόσο, που δεν μπορείς πια να φανταστείς τον εαυτό σου να ζει μακρυά της.
Πνιγόσουν κάθε φορά που γνώριζες κάποιον, που τα βρήκε όλα έτοιμα στη ζωή του κι είχε και άποψη στο πώς να ζήσεις τη δική σου! Όχι, ήθελες να του ουρλιάξεις. Δεν βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι! Κατέκρινες, μα συμμερίστηκες κι εσύ την απραξία των γύρω σου! Τρομοκρατήθηκες απ’ τα κανάλια και την καθοδηγούμενη ενημέρωση. Μπήκες από μόνος σου στο μαντρί, κυριευμένος απ’ την ανάγκη σου ν’ ανήκεις κάπου και να ‘σαι σωστός και καθώς πρέπει.
Φοβήθηκες να ξεχωρίσεις, μην σε πάρουν για τρελό! Άφησες το άγχος να κυριεύσει το είναι σου και να σου τρυπήσει τα σωθικά. Έγινες όλα όσα φοβόσουν. Ένα μικρό, αξιολύπητο και θλιβερό ανθρωπάκι, που δεν τολμάει να κουνήσει ρούπι απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας του. Δεν κοιτάζεσαι πια στον καθρέφτη, γιατί δεν ξέρεις ποιόν θ’ αντικρίσεις. Σε τρομάζει ακόμη η σκιά σου, γιατί σου θυμίζει κάποιον που νόμιζες πως ήξερες.
Αναπολείς τις μέρες που ήσουν παιδί και δεν είχες καμία έννοια; Θυμάσαι πώς ήταν να’ σαι ευτυχισμένος; Τώρα κυριαρχεί η θλίψη στο βλέμμα. Ασφυκτυείς σε μια ζωή που δεν φτιάχτηκε για σένα! Αναπνέεις μ’ έναν κόμπο στο στομάχι! Δεν μπορείς να συγχωρέσεις τον εαυτό σου, που πίστεψες πώς ήσουν ανίκανος να παλέψεις, πώς ήσουν πολύ μικρός για ν’ αλλάξεις τον κόσμο. Τους άφησες να δηλητηριάσουν την ψυχή σου. Τους άφησες να σε χειραγωγήσουν. Τους άφησες να σε οδηγήσουν. Τους άφησες να σε νικήσουν.
Ξυπνάς, κοιμάσαι και πάλι απ’ την αρχή. Και τα χρόνια περνάνε πιο γρήγορα απ’ όσο νομίζεις. Και θα ‘ρθει εκείνη η στιγμή λίγο πριν το τέλος, που θα κοιτάξεις για τελευταία φόρα πίσω σου και θ’ αναρωτηθείς αν έζησες πραγματικά. Μα θα ‘ναι πια αργά. Γι’ αυτό σου λέω… Αρκετά με το αυτομαστίγωμα. Ξύπνα!
Δεν είσαι ο σκλάβος, που νόμιζες πως ήσουν. Δεν σου αξίζουν οι αλυσίδες κανενός. Όχι στο χαρακίρι. Αυτός ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει. Μπορείς εσύ να τον αλλάξεις. Ησύχασε τώρα, μην φοβάσαι. Το ξέρω, οδεύουμε προς το θάνατο, μα μην φοβάσαι. Άκουσε το ένστικτό σου και όχι αυτούς. Τι κι αν πέσουμε πιο χαμηλά, θα ξανασηκωθούμε, γιατί έχουμε μάθει να σηκωνόμαστε ξανά και ξανά, μέχρι να ματώσουν τα χέρια μας.
Το ξέρω, δεν έχεις άλλη αντοχή. Μα εκεί που νομίζουμε πώς ήρθε το τέλος κι οι δυνάμεις μας μας έχουν εγκαταλείψει, κάπου εκεί μας εκπλήσσει ο ίδιος μας ο εαυτός. Αντέχεις. Θ’ αντέξεις. Μπορείς ν’ αντέξεις. Θα διασχίσεις το απόλυτο σκοτάδι, μα θα ξαναβγείς στο φως. Μην φοβάσαι. Από το φόβο σου τρέφονται. Χαμογέλα. Ετοιμάσου για salto mortale χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Ναι, θα σακατευτεί το κορμί σου. Μα δεν θα πεθάνεις. Θα σηκωθείς ξανά πιο δυνατός απ’ όσο πίστευες ποτέ πως ήσουν.
Ναι, το ταξίδι μέσα στην καταστροφή θα’ναι μεγάλο. Μπορεί και να γκρεμιστούν όλα. Ας γκρεμιστούν λοιπόν. Θα τα ξαναχτίσουμε. Γιατί έχουμε μάθει να παλεύουμε. Γιατί είμαστε άνθρωποι και μας αξίζει να είμαστε ελεύθεροι. Το ξέρω, είναι τρομαχτική η ελευθερία. Θέλει αρετή και τόλμη. Ησύχασε, τώρα. Μην φοβάσαι πια. Καληνύχτα, κουφάλες, αυτός ο κόσμος θ’ αλλάξει…
LoveLetters