Γράφει η Φανή Θεοδώρου
Κάποτε ήμουν το χάδι που απάλυνε τις σκιές. Το άγγιγμα που δεν ήθελε πολλά, μόνο να δώσει. Μια κίνηση γεμάτη φροντίδα, τρυφερότητα, ζωή. Το ήξερα. Το ένιωθα. Κυλούσε μέσα μου όπως κυλάει το νερό στο ποτάμι—φυσικά, αβίαστα.
Και μετά ήρθες εσύ. Με εκείνο το βλέμμα που έμοιαζε να κρύβει κάτι. Με εκείνη τη φωνή που έσπαγε τα πάντα μέσα μου, γιατί έλεγε όσα φοβόμουν να παραδεχτώ. Σε κοίταξα και δεν ήξερα. Πώς να ξέρω; Μόνο ένιωθα. Ένιωθα να αφήνομαι, να γίνομαι διάφανο νερό στα χέρια σου.
Αλλά τα χέρια σου δεν ήθελαν χάδια. Ήθελαν έλεγχο. Ήθελαν δύναμη. Κι εγώ, ανόητη, σε άφησα να παίρνεις. Πίστευα πως μπορώ να δώσω κι άλλο. Πως το χάδι μου αρκούσε για να σβήσει την ανάγκη σου να κρατήσεις τον κόσμο σφιχτά, σαν να μπορούσες να τον λυγίσεις.
Κι όσο έδινα, εσύ έπαιρνες. Όσο έμενα, εσύ απομακρυνόσουν. Κι όσο το χάδι μου γινόταν πιο απαλό, πιο τρυφερό, τόσο το βλέμμα σου σκληρυνόταν. Δεν το κατάλαβα. Όχι αμέσως. Πώς να το καταλάβω; Στο μυαλό μου, τα χάδια γιατρεύουν. Οι πέτρες σπάνε.
Κι όμως, το άγγιγμά μου δεν σε άλλαξε. Με άλλαξε εμένα. Με κάθε ψέμα σου, το χάδι έγινε λίγο πιο βαρύ. Με κάθε σιωπή σου, το άγγιγμα γινόταν λίγο πιο σκληρό. Μέχρι που μια μέρα, κοίταξα τα χέρια μου και δεν τα αναγνώρισα.
Πέτρα. Ήμουν πέτρα. Δεν είχα πια χάδι να δώσω. Όχι σε εσένα. Όχι σε κανέναν. Είχα γίνει σκληρή, γιατί το χάδι μου είχε εξαντληθεί. Το πήρες όλο. Το ζήτησες χωρίς καν να ρωτήσεις.
Αλλά ξέρεις κάτι; Οι πέτρες μπορεί να μην είναι απαλές, αλλά αντέχουν. Αντέχουν το βάρος, αντέχουν τη φθορά. Κι όταν κοιτάζεις από κοντά, μπορεί να βρεις ακόμα σημάδια από εκείνο το παλιό χάδι, κρυμμένα στις γωνίες τους.
Δεν μετανιώνω που υπήρξα χάδι. Δεν μετανιώνω που σε άγγιξα, που προσπάθησα να σε γιατρέψω. Αλλά τώρα ξέρω. Κάποτε ήμουν χάδι, μα τώρα είμαι πέτρα. Και, ξέρεις, αυτή τη φορά το χτίσιμο ξεκινάει από μένα. Και δεν θα σπάσω ξανά για κανέναν.