Κάποια στιγμή, ακόμα και η απουσία συνηθίζεται..
Γράφει η Κωνσταντίνα Τρεπεκλή
Πάει καιρός από τότε που οι δρόμοι μας χωρίστηκαν. Αυτός ο χωρισμός, δεν σου κρύβω, με πόνεσε πολύ. Με πάτησε, με έριξε κάτω και δεν υπήρχε τρόπος να σηκωθώ. Η αλήθεια είναι, ότι κανέναν δεν αγάπησα όσο εσένα. Κανείς δεν με έκανε να νιώσω τόσο δυνατά συναισθήματα. Ήλπιζα ότι το ίδιο θα ίσχυε και για σένα. Ήλπιζα, αλλά δυστυχώς έκανα λάθος.
Δεν άργησες να με αντικαταστήσεις. Δεν άργησες να πεις τα ίδια λόγια που ψυθίριζες σε εμένα, σε κάποια άλλη. Ίσα-ίσα όχι απλά δεν άργησες, αλλά το έκανες αμέσως. Σαν να μην είχα υπάρξει ποτέ στη ζωή σου. Έκλαψα πολύ εκείνο το πρώτο βράδυ και συγκεκριμένα κάθε βράδυ που περνούσε. Δεν έβγαινα έξω μήπως και σε συναντήσω με την καινούρια σου κατάκτηση. Φοβόμουν την εικόνα, του να σε δω κρατώντας άλλο χέρι, εκτός από το δικό μου. Με πόναγε η ιδέα αυτή μόνο και που το φανταζόμουν.
Όσο εσύ προχωρούσες την ζωή σου, εγώ έμενα στην ίδια θέση, σε εμάς.
“Σε εμάς”, το σκεφτόμουν και γέλαγα ειρωνικά. Δεν υπήρχε πια αυτό, κι απορώ αν υπήρξε κιόλας ποτέ για σένα. Απορώ κι αν κάτι απ’ όλα όσα είχες πει, όντως το εννοούσες.
Οι φίλοι μου, μου έλεγαν να σε αφήσω. Να προχωρήσω και εγώ την ζωή μου και να σε κλείσω σε εκείνο το κουτί του μυαλού, με όλους εκείνους που με είχαν πληγώσει. Και κάθε φορά απλά κουνούσα το κεφάλι μου και απορούσα από μέσα μου, πως γίνεται να αφήσω ένα άτομο πίσω, όταν δεν βγαίνει στιγμή από το μυαλό μου κι όλα το θυμίζουν.
Κάποια στιγμή απλά συνήθισα την απουσία σου, αλλά ποτέ δεν σε ξέχασα. Ισχυριζόμουν ότι μου τελείωσες τελικά και κατάλαβα τι λάθος ήσουν. Σε κάθε ερώτηση για εσένα απαντούσα το ίδιο, σαν καλός ηθοποιός. Μα μόνο εγώ ήξερα, τι ένιωθα μέσα μου και πως έκρυβα τον πόνο που προκάλεσες.
Έφτασε και η στιγμή να σε δω μπροστά μου, μετά από αρκετό καιρό, σε ένα από τα αγαπημένα μου στέκια, να την αγκαλιάζεις. Ξεροκατάπια στην θέα αυτή και φόρεσα εκείνο το πλέον καθημερινό μου, ψεύτικο χαμόγελο. Γύρισα το κεφάλι μου κοιτώντας αλλού, κι έκανα σαν να μην υπήρχες στον χώρο.
Κάποια στιγμή όμως, γύρισα να δω αν ήσουν ακόμη εκεί και σε έπιασα να με κοιτάς. Κοίταξα μέσα στα μάτια σου και ένιωσα για μια στιγμή ζωντανή. Σου χαμογέλασα στραβά και γύρισα το κεφάλι μου. Πόνεσε περισσότερο απ’ όσο είχα φανταστεί, το να σε δω μετά από τόσο καιρό. Ήταν αστείο να συμπεριφερόμαστε σαν ξένοι, εμείς, που είχαμε μοιραστεί τα πάντα μαζί. Εμείς που κάποτε ήμασταν αγκαλιά και κάναμε σχέδια. Με τσακίζει που σκέφτομαι ότι τελικά, δεν προλάβαμε τίποτα. Μα όσο περίεργο κι αν φαινόταν, ένα μικρό κομμάτι μου, χάρηκε που ήσουν καλά. Ακόμα κι αν μετά απ’ όλα όσα έγιναν, είχα να διαλέξω κάτι, θα ήταν το να είσαι χαρούμενος.
Δεν ξέρω αν θα καταφέρω κάποια στιγμή να σε ξεχάσω. Μου είναι δύσκολο, μέχρι σήμερα. Αλλά το μόνο που θέλω να θυμάσαι, είναι ότι εκεί έξω έχεις ένα άτομο που συνεχίζει να σε αγαπάει και να σε νοιάζεται παρ’ όλα τα όσα του έκανες.