Κάνε την απουσία σου δώρο, εκεί που δεν εκτίμησαν την παρουσία σου..
Κάθε φορά που τα ψυχικά σου αποθέματα δείχνουν να εκμηδενίζονται, παραδόξως η ελπίδα κάνει την εμφάνισή της απ΄το πουθενά αναθαρρεύοντας το τσακισμένο ηθικό σου. Κάπως έτσι, ρίχνεσαι και πάλι με τα μούτρα για χάρη του έρωτα σε μια μάχη με προεξοφλημένο νικητή.
Την απουσία. Εκείνη που στο τέλος βρίσκεται πάντα στεμμένη κι απαστράπτουσα, στο υψηλότερο σημείο του βάθρου. Εκείνη που συνηθίζεις εδώ και καιρό να αποκαλείς απλά μια «άσχημη φάση» που όπως και να΄χει, θα περάσει. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Τώρα πια αρχίζεις να το συνειδητοποιείς.
Λίγο πριν το κάνεις όμως, σε μια ύστατη προσπάθεια να αναιρέσεις τα κακώς κείμενα, κλείνεις τα μάτια κι αρχίζεις να σκανάρεις εικόνες από αναμνήσεις. Στίβεις το μυαλό σου μπας και ξεθάψει κάποια ξεχασμένη λεπτομέρεια που θα ανακουφίσει έστω για λίγο το αίσθημα της τεράστιας απογοήτευσης που νιώθεις. Μάταια. Το συμπέρασμα παραμένει το ίδιο.
Το πρόσωπο που λάτρεψες όσο τίποτε άλλο κι αποτελεί το σημείο αναφοράς στη ζωή σου, είναι πανταχού απών σε ό,τι έχει να κάνει με σένα. Για την ακρίβεια, καρφάκι δεν του καίγεται για την πάρτη σου. Τι κι αν τα λόγια του προσπαθούν να σε πείσουν για το αντίθετο;
Χόρτασες από μεγαλεπήβολες δηλώσεις αγάπης, θαυμασμού και εκτίμησης. Βαρέθηκες τις ανούσιες και σκόρπιες λέξεις που σαν πρόθεση έχουν μόνο να ειπωθούν. Να τις βράσεις. Πράξεις ήθελες να δεις και βρέθηκες να μετράς αντοχές με τα κιλά. Μα στέρεψαν κι αυτές.
Τις ελάχιστες που απέμειναν δεν πρόκειται να τις σπαταλήσεις άσκοπα από δω κι από κει. Τις κρατάς καλά φυλαγμένες για την ώρα που θα χρειαστεί να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να φτάσεις μέχρι την πόρτα, γράφοντας τον επίλογο της ιστορίας σας. Αυτής που θέλει εσένα στον ρόλο του σχοινοβάτη που κρατάει την αναπνοή του για να μη χάσει τα βήματα καθώς προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες πάνω σ’ ένα ατελείωτου μήκους σχοινί κι εκείνον στο ρόλο του guest star που μπαίνει στο πλάνο όποτε του καπνίσει, για να ξεκλέψει κάποιες απ΄τις καλές σκηνές σου. Στις δύσκολες απέχει. Ίσα που προφταίνει το μάτι σου και τον βλέπει να φεύγει τρέχοντας για να κρυφτεί στα παρασκήνια.
Μόνο που αυτή τη φορά, δεν τον δικαιολογείς ούτε περιμένεις την επανεμφάνισή του. Παίρνεις την απόφαση να αφήσεις το σώμα σου ελεύθερο. Και καθώς πέφτεις στο κενό με τα χέρια ανοιχτά σ’ ερωτεύεσαι για τις φορές που πληγώθηκες, για εκείνες που έκανες πως δεν καταλάβαινες και για τις άλλες τόσες που ποδοπάτησες κάθε ίχνος εγωισμού κι αξιοπρέπειας. Για όλα όσα απέδειξες έμπρακτα κι ας μη βρήκες την ανταπόκριση που σου άξιζε. Αργά η γρήγορα, ξέρεις ότι θα γίνει.
Κάπου παρακάτω θα βρεθεί ο άνθρωπος που θα εκτιμήσει την παρουσία σου και που θα βρει ο ένας τον άλλον στη μέση του σχοινιού έχοντας διανύσει εξ ημισείας την απόσταση που σας αναλογεί.
Μέχρι τότε όμως, δεν έχεις άλλο χρόνο για χάσιμο. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, γυρνάς την πλάτη και φεύγεις με τον τρόπο που αρμόζει σε μια τέτοια περίπτωση. Σιωπηλά, χωρίς δράματα και μελό αποχαιρετισμούς. Δίχως να στρέψεις στιγμή το βλέμμα πίσω σου. Δεν υπάρχει κανένας εκεί. Πότε ήταν, άλλωστε, για να είναι τώρα;
Της Ειρήνης Τρίγκα