Γράφει η Άννα Μαρκοπούλου
Με ρωτούσες, και η φωνή σου είχε εκείνη τη γλύκα που σπάει κόκαλα. Ήξερες την απάντηση, αλλά ήθελες να παίξεις μαζί μου. Κάθε σου ερώτηση ήταν μια παγίδα, ένα σκοινί που τύλιγες σφιχτά γύρω μου. Κι εγώ; Έλεγα ψέματα. Μικρά στην αρχή, σαν ψίχουλα.
Όμως το ήξερες. Το ήξερες από την πρώτη λέξη. Τα μάτια σου γυάλιζαν, ένα βλέμμα γεμάτο φαρμάκι, γεμάτο απόλαυση. Και κάθε ψέμα μου σου έδινε τη δύναμη που αναζητούσες. Να με δεις να καίγομαι στη φωτιά που άναβες, με μια μόνο ερώτηση κάθε φορά.
«Μ’ αγαπάς;» ρωτούσες.
«Ναι», έλεγα, κι ας μην το ένιωθα.
«Σου λείπω;»
«Κάθε στιγμή», ψιθύριζα, κι ας ήθελα να φύγω μακριά.
Κι εσύ γέλαγες. Όχι με τη φωνή σου—αυτή έμενε γλυκιά, σαγηνευτική—αλλά με τα μάτια σου. Εκείνα έλεγαν την αλήθεια που εγώ δεν τολμούσα.
Κάθε ψέμα γεννούσε άλλο ένα. Μια αλυσίδα από λέξεις που δεν είχαν βάρος, μόνο σκιά. Έχτιζα γύρω μου έναν τοίχο, τάχα για να σε κρατήσω μακριά, κι εσύ τον γκρέμιζες με ένα μόνο βλέμμα.
Ήθελες την αλήθεια; Όχι. Ήθελες να με βλέπεις να πνίγομαι στα ψέματά μου. Ήθελες να ξέρεις πως κάθε μου λέξη ήταν μια μάχη που έχανα για σένα. Κι εγώ, χαμένος, εγκλωβισμένος στο παιχνίδι σου, δεν είχα πια τίποτα να δώσω.
Κι όταν με ρώτησες για τελευταία φορά, ήξερα πως δεν είχε πια σημασία. «Μου είπες ποτέ την αλήθεια;»
Χαμογέλασα. «Όχι.»
Κι έφυγες. Μα η αλήθεια είναι πως ήξερες πάντα τι θα έλεγες. Γιατί κάθε ψέμα που σου είπα, ήταν το δικό σου καθρέφτισμα. Εσύ γεννούσες τα ψέματα, κι εγώ απλώς τα πρόφερα.