Γράφει ο Nickolas M.
Τρίτη γουλιά κρασί, σβήσιμο πρώτου τσιγάρου…
«Λένε πως τα καλά παιδιά δεν κλαίνε, λένε πως οι αλήτες δεν πονούν…»
Ρε τον μικρό και δεν του το’χαμε. Ο αλητάκος με τα τατού και τα γκράφιτι έγινε φίρμα και τον παίζουν όλα τα ραδιόφωνα.
– Οι σφαλιάρες που μου ρίχνατε μικρό με εκπαίδευσαν κύριε Γιάννη, μου είπε προχθές που συναντηθήκαμε στον «Γρηγόρη».
– Άντε μου στο διάολο ρε που θα με πεις και κύριο! Κεριά και λιβάνια! τον (ξανα)έβρισα, κερνώντας όμως τον καφέ του.
Έχω έναν θαυμασμό και μια (μικρή; μεγάλη; ) ζήλια κάπου βαθιά μέσα μου. Πέρασε δύσκολα ο μικρός. Λούκια, όχι αστεία… Αλλά έκανε το βίωμα του τέχνη. Τα ξόρκισε κι ησύχασε. Μας κάνεις περήφανους μικρέ. Μπράβο…
Εμείς πάλι…
Δεύτερο ποτήρι. Δεύτερο τσιγάρο..
«Τα δικά σας θέλω προσπερνάνε την ουρά και πάνε κατευθείαν ταμείο. Τα δικά μου πρέπει να περιμένουν υπομονετικά πίσω-πίσω και να βλέπουν και τόσους να μπαίνουν στη ζούλα. Κι αν περισσέψει θέση, ίσως και να μπούμε κι εμείς κάποια στιγμή…»
Δεν ήξερα πώς αλλιώς να το εκφράσω. Αλλά και πάλι μάταιος κόπος. Εγώ πρέπει πάντα να αποδεικνύω. Με αίμα και κόπο. Να πείθω με ατράνταχτα επιχειρήματα. Δεν αρκεί που να είναι «τα δικά μου». Είναι σαν να μιλάει ένας οποιοσδήποτε περαστικός. Τα δικά σου, όμως; Εκεί ψηλά στον βωμό. Αρκεί που είναι «τα δικά σου». Αυταπόδεικτη η αξία τους, χωρίς κόπο. Στο χρωστάει η ζωή άλλωστε. Είμαστε η δίκαιη πληρωμή σου από το σύμπαν για όσα πέρασες. Κι εμείς πρέπει να έχουμε ανεξάντλητη υπομονή, ανοχή, αντοχή, στωικότητα, εγκαρτέρηση. Ρε για μαλάκες ψάχνετε όλοι σας; Άντε μου στο διάολο!
Σπασμένα γυαλικά, σπασμένη πόρτα κι έντρομα πρόσωπα. Έτσι είναι, όταν πιέζεις το ελατήριο κάποια στιγμή θα σου τινάξει πίσω το χέρι κι ενίοτε σου βγάζει και το μάτι. Αν εσύ αντί για ελατήριο, έβλεπες πλαστελίνη, ας πρόσεχες. Τώρα διαχειρίσου το. Εσύ, όχι εγώ. Εγώ τέλος, το ξόφλησα το γραμμάτιο και με τόκο, πολύ υψηλό κιόλας. Κι αυτό το θυμάμαι, δεν με αφήνει άλλωστε να το ξεχάσω… (συνεχίζεται)