Γράφει η Νίκη Σταματοπούλου
Με κοίταξες, αλλά δεν είπες τίποτα. Τα μάτια σου φώναζαν, η σιωπή σου όμως έπνιγε κάθε λέξη που ήθελα να ακούσω. Ήθελα να ξέρω, να νιώσω, να καταλάβω. Ήθελα τη φωνή σου, μια εξήγηση, μια προσπάθεια. Αντί γι’ αυτό, μου άφησες το κενό.
Λένε πως η σιωπή είναι χρυσός, πως μερικές φορές λέει περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσαν οι λέξεις. Όχι όμως εδώ. Εδώ, η σιωπή σου δεν ήταν σοφία. Ήταν φόβος, δειλία να σταθείς μπροστά σε ό,τι δημιουργήσαμε, να πεις την αλήθεια σου.
Η σιωπή είναι εύκολη. Δεν σε αναγκάζει να αναλάβεις ευθύνες, δεν σε φέρνει αντιμέτωπο με όσα δεν τολμάς να πεις. Σου δίνει το περιθώριο να φύγεις χωρίς να λογοδοτήσεις, να κρύψεις τα συναισθήματά σου πίσω από τη δειλία. Αλλά εγώ;
Εγώ ήθελα τις λέξεις σου, έστω και αν πονούσαν. Ήθελα μια εξήγηση, ένα τέλος που να έχει φωνή, όχι ηχώ. Γιατί ο έρωτας, ακόμα κι όταν τελειώνει, αξίζει αλήθεια. Και η σιωπή σου, όσο κι αν νομίζεις ότι με προστατεύει, με πληγώνει περισσότερο.
Δεν είναι χρυσός η σιωπή σου. Είναι ένας τοίχος που υψώνεις ανάμεσά μας, ένας τρόπος να αποφύγεις την πραγματικότητα. Κι εγώ; Εγώ πια δεν τη δέχομαι. Θέλω να ακούσω, ακόμα κι αν δεν αντέξω. Γιατί ο έρωτας, αληθινός ή τελειωμένος, δεν αντέχει τη δειλία.