Γράφει η Μαρία Αλεξίου
Θυμάσαι κάποτε που μετρούσες τη σιγουριά μου σαν κάτι δεδομένο; Ήμουν εκεί. Όχι απλώς παρούσα – ήμουν η αγκαλιά που σε περίμενε πάντα, το βλέμμα που σε συγχωρούσε πριν καν ζητήσεις συγγνώμη. Μια σταθερά που δεν αμφισβήτησες ποτέ, ένας φάρος που έστεκε εκεί ακόμα κι όταν τα νερά γίνονταν φουρτουνιασμένα.
Όμως ξέρεις κάτι; Τα φανάρια σβήνουν αν δεν υπάρχει ρεύμα να τα κρατά ζωντανά. Κι εγώ, όσο κι αν το αρνιόμουν, τελικά κουράστηκα να δίνω χωρίς να παίρνω. Να παλεύω για δύο, ενώ εσύ έστεκες άνετος στην ασφάλεια του «δεδομένου». Κι έτσι, μια μέρα ξύπνησα διαφορετική. Όχι καλύτερη ούτε χειρότερη – απλά καινούρια.
Η (μη) δεδομένη σου πια δεν μένει στο ίδιο σημείο. Κινείται, αλλάζει, ανακαλύπτει. Έμαθα πως το να είσαι παρούσα για κάποιον δεν σημαίνει να ξεχνάς τον εαυτό σου. Έμαθα να λέω «όχι» και να το εννοώ. Να κλείνω την πόρτα όταν οι λέξεις είναι κενές και οι πράξεις ακόμα πιο άδειες.
Δεν ξέρω αν είδες τη διαφορά. Ίσως να πιστεύεις ακόμα πως θα επιστρέψω, πως όλα αυτά είναι ένας τρόπος να τραβήξω την προσοχή σου. Αλλά κάνεις λάθος. Η αλλαγή δεν ήρθε για να σε πληγώσει. Ήρθε γιατί το χρειαζόμουν εγώ.
Η (μη) δεδομένη σου πια, δεν αναγνωρίζει πια εκείνη που κάποτε σου ανήκε. Είναι μια γυναίκα που στέκεται μπροστά σου με τα δικά της θέλω, τα δικά της όρια, τη δική της φωνή. Αν δεν μπορείς να την δεις, αν δεν μπορείς να την εκτιμήσεις, τότε ίσως και να μην ήσουν ποτέ αρκετός για αυτήν.
Κι αν ψάχνεις το τέλος, να σου πω πως δεν υπάρχει. Γιατί αυτή η γυναίκα, το καινούριο πρόσωπο που στέκεται απέναντί σου, μόλις ξεκινάει τη δική της ιστορία. Και δεν γράφεται πια για σένα.