Γράφει ο Nickolas M.
Ιούνιος 2001
«Μα δε μιλάς, δε γελάς, μόν’ κοιτάζεις τ’ αστέρια, τα καλοκαίρια…» (Β. Καζούλης)
Μώλος Αγίου Νικολάου, Πάτρα, 06 Ιουνίου
Βγάζω το τζάκετ που φοράω και το αφήνω να πέσει δίπλα μου. Αισθάνομαι ότι ο δυνατός πελαγίσιος αέρας που μέχρι τώρα φύσαγε, ξαφνικά σταμάτησε. Αν και νομίζω ότι σταμάτησε μαζί με τον χρόνο. Κοιτάω, αλλά δεν βλέπω, το κρουαζιερόπλοιο που κάνει μανούβρες για να δέσει. Βλέπω, αλλά δεν ακούω τους πιτσιρικάδες που γρατζουνάνε άγαρμπα τις κιθάρες και πετάνε ανέμελα δίπλα τους τα κουτάκια με τις μπύρες. Σε άλλη περίπτωση θα τους έβαζα τις φωνές για το πώς κακομεταχειρίζονται τα όργανα – πάντα θα τα βλέπω σαν σανίδα σωτηρίας και επιβίωσης στα δύσκολα, οικονομικά και όχι μόνο – αλλά τώρα μετά βίας ανασαίνω. Ακούω ξεκάθαρα τον γρήγορο παλμό της καρδιάς που βροντάει σαν μπότα στα ντραμς.
– Είσαι εντάξει; Μπορώ να κάνω κάτι;
Το άγγιγμα σου με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Κάποτε με απογείωνε σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου υπήρχαμε μόνο εμείς. Ώρα όμως για επαναφορά στην κανονική ζωή.
Σε κοιτάζω μάλλον αγριεμένος γιατί το βλέμμα σου παίρνει ένα ύφος απολογητικό και ασυναίσθητα απομακρύνεσαι. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ο νυχτερινός θαλασσινός αέρας μου καθαρίζει τα πνευμόνια. Ίσως και το μυαλό μου. Σηκώνομαι αργά και πιάνω το πεσμένο τζάκετ μου. Το φοράω αργά και ξεκινάω να φύγω.
– Τουλάχιστον πες μου κάτι πριν φύγεις.
Γυρίζω αργά και σε κοιτάω βαθιά στα μάτια. Δεν ξέρω πού την βρίσκω τόση κακία.
– Εύχομαι ειλικρινά, να δυστυχήσεις.
Περπατάω στην αρχή τρεκλίζοντας, αλλά γρήγορα καταλήγω να τρέχω. Έτσι νομίζω τουλάχιστον γιατί πέντε λεπτά με τα πόδια από το «θεατράκι» μέχρι το σπίτι δεν έχω κάνει ποτέ με φυσιολογικό περπάτημα. Μπαίνω σπίτι, βουτάω το μεγάλο μου σακίδιο, πετάω μέσα ανάκατα, ρούχα, παπούτσια, είδη μπάνιου και τα λίγα (ως συνήθως) χρήματα που έχω στο συρτάρι. Κλειδώνω, μπαίνω στο αμάξι και βάζω μπρος.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτό το Φιατάκι μετά βίας αντέχει μέχρι το Αίγιο. Τώρα με κάποιο τρόπο, λες κι έγινε κάποιου είδους αναδίπλωση στο σύμπαν και βρίσκεται ξαφνικά έξω από το πατρικό μου. Στην Αθήνα. Κοιτάω το ρολόι κι έχει περάσει μόλις μιάμιση ώρα. Μαζεύω τα κουράγια μου κι ανεβαίνω.
Είναι μεσάνυχτα αλλά οι δικοί μου έχουν κόσμο στο μπαλκόνι και απολαμβάνουν την βραδινή δροσιά. Μπαίνω και πέφτω πάνω στον πατέρα μου που κουβαλάει ένα δίσκο με μπύρες. Νομίζω ότι θα σκοντάψει πάνω στο σαγόνι του, κοιτώντας μία εμένα και μία το Φιατάκι. Τον προλαβαίνω πριν ρωτήσει οτιδήποτε.
– Ειλικρινά δεν θέλω να μιλήσω τώρα, θα τα πούμε το πρωί.
Πέφτω με τα ρούχα στο κρεβάτι…
Ενδιάμεση στάση, Άγιοι Ανάργυροι, Αθήνα, 07 Ιουνίου
Ξυπνάω καλό μεσημέρι. Το κεφάλι μου ζυγίζει θαρρείς όσο όλο μου το σώμα – πολύ, δηλαδή, αλλά ας μη το συζητήσουμε τώρα. Καταφέρνω να φτάσω στην κουζίνα. Οι δικοί μου έχουν στρώσει τραπέζι. Προφανώς έπεσε σύρμα ότι έφτασα και με περιμένει μια πιατέλα γεμιστά.
– Να σου σερβίρω αγόρι μου;
– ΚΑΦΕ!
– Καλά παιδί μου.
Κανένα σχόλιο, ούτε τί ώρα ξύπνησες, ούτε πώς σου ‘ρθε κι ήρθες Αθήνα μες στη νύχτα με τον κωλόδρομο και το Φιατάκι που ψυχορραγεί, ούτε τίποτα. Προφανώς κι έχουν καταλάβει τα πάντα, αλλά αντί του αναμενόμενου λογύδριου στα-λεγα-κισμού, εισπράττω μια ασυνήθιστη κατανόηση. Μάλλον συγκατάβαση θα έλεγα. Ο πατέρας μου προσπαθεί – ως συνήθως ανεπιτυχώς – να σπάσει τον πάγο.
– Ρε Σουμάχερ της Αχαΐας, Ferrari το έκανες το χρέπι! Σε πόση ώρα την έκανες την διαδρομή;
– Μιάμιση ωρίτσα σκάρτη.
Του πέφτει το πιρούνι στο πιάτο, αλλά ένα βλέμμα της μάνας μου τον συγκρατεί από το να αρχίσει τα μπινελίκια. Αφού συνεχιστεί για λίγο το σκηνικό του παραλόγου όπου ο καφές συνδυάζεται με γεμιστά ορφανά, σηκώνομαι να φύγω.
– Δε θέλω να πω πολλά πολλά. Έζησα ένα επώδυνο τέλος. Χρειάζομαι μια μεγάλη βόλτα. Έχω αρκετά χρήματα από τη δουλειά στο «Σούρουπο» και το Φιατάκι έχει κάνει πλήρες σέρβις. Θα προσέχω, έχετε τον λόγο μου.
Πηγαίνω δωμάτιο και βλέπω ήδη πλυμένα και διπλωμένα όλα μου τα ρούχα. Κάποιο τσιπάκι έχει αυτή η γενιά, δεν εξηγείται αλλιώς, εγώ για μια μπλούζα θέλω δυο ώρες μόνο να την πλύνω. Ετοιμάζομαι, παίρνω το σακίδιο και τα κλειδιά του αυτοκινήτου και ανοίγω την πόρτα. Γυρίζω προς τους δικούς μου. Η μάνα μου με ρωτάει με τα μάτια.
– Θα πάω στα ξαδέρφια μου στην Εύβοια. Για αρχή. Πες στην θεία να μου ετοιμάσει το αποθηκάκι.
Κλείνω την πόρτα…
Συνεχίζεται..