Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Έκλαψα πολύ. Πληγώθηκα και πλήγωσα ανθρώπους, άθελά μου, στη προσπάθεια μου να κρατηθώ από κάπου, να πιαστώ και να προχωρήσω. Αδικήθηκα και προδόθηκα αρκετές φορές, μέχρι που στο τέλος η μοναξιά ήταν η μόνη μου επιλογή.
Οι καιροί περνούσαν και με σημάδευαν σε κάθε αλλαγή του χρόνου, σε κάθε εποχή που περνούσε και χανόταν. Είχα πάνω μου κρυμμένες πληγές που αιμορραγούσαν και το σώμα μου είχε σημάδια από έρωτες περαστικούς που με στιγμάτιζαν στο πέρασμά τους.
Είχα ξεχάσει πως είναι να σε αγαπούν, πως είναι να σε νοιάζονται και να σε φροντίζουν. Είχα ξεχάσει τη λέξη «μοιράζομαι», και ζούσα με τη φράση « ίσως μόνη μου, μπορώ και καλύτερα».
Γι αυτό και συνέχιζα. Συνέχιζα να προχωράω με όλα τα εμπόδια που έβρισκα σε κάθε διαδρομή. Με όλους τους ψεύτικους εραστές που ερχόταν τάχα μου για πολύ, και έμεναν εν τέλει για λίγο. Με όλα τα έλα μωρέ δε πειράζει, θα βρεθεί κάποιος άλλος, που τελικά πείραζαν περισσότερο από όσο φανταζόμουν.
Όσες φορές όμως, και αν το διάβα μου χαλούσε, εγώ το ξανάχτιζα από την αρχή, για να μπορώ να σε υποδεχτώ, όταν φανείς.
Για να είναι ο δρόμος μου καθαρός από όλες τις καταιγίδες που έπεσαν απάνω του, από όλες τις στεναχώριες που στοίχειωσαν την εικόνα του, και από όλα τα πήγαινε και έλα που μαύρισαν τη ψυχή μου.
Ήταν δύσκολος ο χρόνος μέχρι να σε βρω, δύσβατος, μουντός και άχρωμος. Βουνό ολόκληρο σε ένα κόσμο της ξεπέτας και του φαίνεσθαι που τον περνούσαμε για μόδα, που όταν ήρθες άλλαξε αμέσως. Που μέσα σε μια στιγμή έκανες τα αδύνατα να μοιάζουν δυνατά και αναζωπύρωσες τη φλόγα της ελπίδας μου που σιγόκαιγε κρυφά, βαθιά, μέσα μου. Που στην εποχή του χώρια, έκανες το μαζί να αξίζει!