Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Κάθε βήμα αβέβαιο, θολό, μετέωρο, δίχως προορισμό. Όμως εσύ συνεχίζεις, δεν τα παρατάς. Γιατί πολύ απλά δεν ξέρεις πως είναι να τα παρατάς. Ποτέ δεν φοβήθηκες την μάχη. Σήκωνες τα μανίκια και όρμαγες με όλη σου το είναι. Μια μαχήτρια, αυτό ήσουν πάντα.
Ένας άνθρωπος ζωντανός, με το πιο λαμπερό και μεγάλο χαμόγελο. Μόλις έκανες την εμφάνιση σου στον χώρο όλοι σιωπούσαν για αν ακούσουν τι έχεις να πεις. Ήθελαν βλέπεις να γίνουν κι αυτοί μέρος της προσοχής σου.
Εσύ όμως δεν πρόσεχες κανέναν. Μήτε άντρα, μήτε γυναίκα. Εσύ ήθελες απλώς να σε ερωτεύονται οι άνθρωποι. Ήθελες να κρέμονται από τα χείλη σου, να τους εντυπωσιάζει η εικόνα σου. Ήθελες να είσαι η προσοχή των πολλών γιατί δεν μπορούσες να είσαι εκείνου, του ένα. Εκείνου του ανθρώπου που ενώ σε ερωτεύτηκε πέρα από κάθε λογική και φαντασία φοβήθηκε τόσο πολύ την λάμψη σου. Φοβήθηκε μήπως έρθει πολύ κοντά σου και τον κάψεις. Που αν ήξερε ο κουτός.
Και τώρα; Θα ρωτούσε εύλογα κάποιος. Τώρα εκείνος βολεμένος σε κάτι «εύκολο». Κάτι, όχι τόσο λαμπερό και μοναδικό, μα απόλυτα διαχειρίσιμο. Μα εσύ δεν μπορείς να το κάνεις. Εσύ θέλεις εκείνον που θα κουμπώσει στο κομμάτι της καρδιάς σου. εκείνον που δεν θα είναι πολύ μεγάλος ή πολύ μικρός. Γιατί εσύ είσαι αλλιώς. Θέλεις να ερωτευτείς, να σε ερωτευτούν, να αγαπήσεις και να αγαπηθείς, να φιλήσεις και να φιληθείς. Εσύ ξέρεις να ζεις.
Δυο άνθρωποι λοιπόν που λένε σ’αγαπώ σε λάθος μάτια, αγκαλιάζουν λάθος κορμιά και φιλούν τα λάθος χείλη. Με λίγα λόγια δυο ξένοι, δυο δειλοί.