Γράφει η Αντωνία Χατζηγιάννη
Έκατσε στην άκρη της ταράτσας, εκεί που μόνο τα μάτια θυμούνται και η καρδιά σωπαίνει. Δεν ήταν από εκείνα τα κορίτσια που κάνουν θόρυβο. Ήταν εκείνα τα κορίτσια που αν τα αφήσεις για λίγο μόνα, φτιάχνουν με τα χέρια τους ήλιο.
Έπιασε τον ήλιο ανάμεσα στα δάχτυλά της. Τον κράτησε εκεί, στο σχήμα καρδιάς. Όχι για να τον δείξει σε κανέναν. Ούτε για να τον στείλει σε κάποιον που άργησε να την καταλάβει. Τον κράτησε εκεί για να θυμάται πως, ό,τι κι αν έγινε, αυτή πάντα είχε φως μέσα της. Ακόμα κι όταν ο κόσμος γύρω της γκρεμιζόταν.
Δεν μιλούσε πια για έρωτες με μεγάλα λόγια. Είχε τελειώσει με τα «για πάντα» που κρατούν λίγους μήνες και με τα «είμαι εδώ» που φεύγουν από το πρώτο «σε χρειάζομαι». Είχε μάθει να μην παρακαλάει για συνέχειες. Να μην κάνει εκπτώσεις στα αισθήματά της. Να μην στέλνει μηνύματα που μένουν στο διαβάστηκε.
Ήταν πια εκείνο το κορίτσι που αγαπάει δυνατά, αλλά δεν το φωνάζει. Που θέλει, αλλά δεν εκλιπαρεί. Που διψάει για αλήθεια και όχι για συνήθεια.
Ο ήλιος έπεφτε πίσω από τις πολυκατοικίες κι εκείνη χαμογελούσε αθόρυβα. Δεν είχε ανάγκη να την αγαπούν όλοι. Είχε ανάγκη να αγαπιέται σωστά. Κι αν αυτό δεν ερχόταν, ήξερε πλέον να είναι αρκετή για τον εαυτό της. Όχι γιατί δεν ήθελε κάποιον. Αλλά γιατί δεν ήθελε πια να ξεχνάει τον εαυτό της για να τον κρατήσει.
Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκε κανέναν. Ούτε εκείνον που δεν τόλμησε να τη διαλέξει, ούτε εκείνον που της έταξε ουρανούς αλλά δεν της κράτησε το χέρι όταν έβρεχε.
Σκέφτηκε μόνο αυτό:
«Αν ποτέ με αγαπήσεις, να το κάνεις όπως ο ήλιος. Χωρίς να ρωτάς, χωρίς να υπόσχεσαι. Να μπαίνεις μέσα μου και να κάνεις τα πάντα να ζεσταίνουν ξανά.»
Κι έτσι, έγινε αυτό που δεν κατάφεραν ποτέ οι άλλοι να της χαρίσουν:
Έγινε φως από μόνη της.