Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Κι αν κοιτάξεις ψηλά, βλέπουμε τον ίδιο ουρανό. Σε κάθε γεια, σε κάθε αντίο, όταν σκέφτομαι ότι μου λείπεις.
Πάντα κοίταγα τον ουρανό κι εκείνος ήξερε.
Το ένιωθα πως ταυτόχρονα κοίταζες κι εσύ ψηλά.
Άπλωνες το χέρι, έκλεινες τα μάτια και με τη φαντασία σου άγγιζες το δικό μου χέρι.
Πόσα βράδια μοναξιάς, δεν κοίταζα ψηλά, και πόσα εσύ.
Πόσα τηλέφωνα κλείσαμε με ένα «τα λέμε», και πόσα μηνύματα με ένα «καληνύχτα, κι απόψε να με ονειρευτείς».
Δεν ήρθες όμως στα όνειρά μου. Φοβήθηκες μην πληγωθώ από την απουσία σου. Μην ξυπνήσω και τρομάξω.
Με έκανες να απομυθοποιήσω το «μου λείπεις». Μου έμαθες ότι ο έρωτας και το νοιάξιμο, αν είναι αληθινά, κάνουν θαύματα. Φοράνε πανοπλία, φοράνε κράνος και δίνουν μάχη με τα τέρατα!
Μου έμαθες ότι όσο βλέπουμε τον ίδιο ουρανό, η προσμονή, είναι χαρά! Τα «μου λείπεις» έχει νόημα και το νοιάξιμο γίνεται ακόμα πιο δυνατό.
Δεν υπήρξε πρωινό που δεν σου είπα καλημέρα, και βράδυ που δεν σου είπα καληνύχτα. Κι εσύ με άκουγες, με ένιωθες, το ξέρω.
Κι ας μην προλαβαίναμε να μιλήσουμε το πρωί ή το βράδυ.
Εμείς οι δυο, δεν χρειαζόταν να λέμε πολλά. Ένα τραγούδι, ένας στίχος, μια εικόνα, ήξερες και ήξερα.
Κι ήταν κάποιες σιωπές που έκαναν τον χειρότερο θόρυβο στο μυαλό μας. Κι αυτές, τις παλεύαμε.
Κοιτάγαμε τον ουρανό κι ο ένας ένιωθε τον άλλο. Νιώθαμε την αμφιβολία, τη λύπη, τη στεναχώρια.
Σου λείπω και το ξέρω. Μου λείπεις και το νιώθεις.
Να θυμάσαι πως κάθε φορά που βρίσκεσαι μακριά, κάθε φορά που βρίσκομαι μακριά, κοιτάμε τον ίδιο ουρανό.