Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Ξεκινήσαμε, δειλά. Άτολμα. Άφοβα και δισταχτικά, βάζοντας κενό σε κάθε πρόταση που θα μπορούσε να ειπωθεί. Παλεύαμε μέσα μας με μάχες ανιαρές και νεκρικές σιωπές. Προχωρούσαμε σιγά, ακροβατώντας πάνω σε ένα σχοινί, σα να ήταν έτοιμο να σπάσει, συνοδευμένοι ακόμα από παρουσίες που στοίχειωναν τη ζωή μας. Παρουσίες αιχμηρές που τρυπούσαν ακόμα το μέσα μας με αγκάθια που θέλαμε να βγάλουμε.
Περπατούσαμε αθόρυβα πάνω σε μια υποψία κρυφή μη τυχόν και κάτι στραβώσει παρακάτω. Συνεχίζαμε με βήματα απλά και σταθερά, μήπως στην επόμενη στροφή, αφήσουμε τα χέρια μας και ξεγλιστρήσουν, χαθούν και απομακρυνθούν από μια λάθος συλλαβή.
Μιλούσαμε σιγά για να μη μας ακούσουν, και κάναμε όνειρα κρυφά από φόβο μη χαθούν και αυτά όπως όλα εκείνα τα μισά που χάθηκαν στη πορεία της ζωής μας μέχρι τώρα.
Αφήναμε το χρόνο να περνάει χωρίς να μας αγγίζει και προσπαθούσαμε να μείνουμε μαζί μέχρι το αύριο που θα ‘ρθει.
Δε φοβηθήκαμε τον κόσμο, τα λόγια, τους γύρω που μας φώναζαν να σταματήσουμε να ελπίζουμε. Χαθήκαμε μαζί. Κοιτούσαμε τον ουρανό και παίρναμε δύναμη από τη λάμψη των αστεριών, που όταν έβλεπαν την ευτυχία μας ,έλαμπαν περισσότερο.
Είχαμε μέσα μας μια δύναμη κρυφή, πηγαία, που μας συνόδευε πάντα σε μια δύσκολη στιγμή.
Μέσα από όλα αυτά που καταφέραμε να κρατήσουμε ζωντανά, να τα θεριέψουμε και να τα χτίσουμε κάναμε εν τέλει το «μαζί» να μοιάζει εύκολη υπόθεση. Να το εννώνουμε μέρα με τη μέρα και να το κουβαλάμε πάνω μας σε κάθε εμπόδιο που θα βρίσκαμε στο δρόμο μας.
Πλάσαμε τον έρωτά μας από την αρχή, χωρίς ίχνος παρελθόντος. Στολίσαμε τη μέρα μας με χρώματα του δειλινού και αφιερώσαμε τις στιγμές μας σε λόγια όμορφα και αληθινά σα να είχαν μέσα τους σημάδια που θα μας έθρεφαν και θα μας ανέθρεφαν. Σα να είχαμε γεννηθεί, για να είμαστε μαζί.