Γράφει η Μαργαρίτα Ζερβού
Δεν θυμάμαι ποιος μίλησε πρώτος. Ποιος άγγιξε ποιον. Ποιος πλησίασε, ποιος λύγισε.
Θυμάμαι μόνο αυτό: τον άνεμο να μας χτυπάει στο πρόσωπο και να μη μας νοιάζει τίποτα.
Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε μέλλον, δεν υπήρχε παρελθόν.
Υπήρχε μόνο εσύ. Εγώ. Και η θάλασσα που μας έφτιαξε καταφύγιο.
Δεν μου είπες τίποτα. Και δεν χρειαζόταν.
Η ανάσα σου στον λαιμό μου μίλησε καλύτερα από όλες τις λέξεις που μου έταξαν κάποτε και δεν ήρθαν ποτέ.
Το χέρι σου στη μέση μου δεν με κράτησε απλώς – με σταθεροποίησε. Με ρίζωσε σε έναν κόσμο που δεν ένιωθα ποτέ πριν δικός μου.
Έγινες λιμάνι σε μια εποχή που όλα μύριζαν προσωρινό.
Κι εγώ, που δεν ήξερα πώς να εμπιστευτώ, άφησα τα χέρια μου να ανοίξουν.
Όχι για να σε κλείσω μέσα, αλλά για να σου δείξω ότι εδώ δεν έχεις να φοβάσαι.
Δεν χρειάζεται να κρυφτείς. Δεν χρειάζεται να προσποιηθείς.
Ό,τι είσαι, είναι αρκετό.
Ίσως να ήταν η στιγμή. Ίσως η εποχή. Ίσως το κορμί που μίλησε πριν προλάβουμε να σκεφτούμε.
Αλλά το βράδυ εκείνο, η θάλασσα δεν μούγκριζε. Τραγουδούσε.
Κι εμείς δεν ήμασταν παρά δύο κομμάτια που αποφάσισαν να μην χαθούν αυτή τη φορά.
Δεν μου είπες “θα μείνω”. Δεν σου είπα “σ’ αγαπώ”.
Αλλά σε κράτησα πιο δυνατά απ’ ό,τι κράτησα ποτέ κανέναν.
Και όταν με φίλησες, δεν ένιωσα ότι αρχίζει κάτι.
Ένιωσα πως γύρισα σπίτι.
Γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπαίνουν στη ζωή σου με υποσχέσεις.
Μπαίνουν με κάτι πολύ πιο δυνατό:
Με τον τρόπο που σε κοιτάνε όταν νομίζουν ότι δεν τους βλέπεις.