Γράφει η Βίλλυ Ζ.
Λένε οτι όλα τα κορίτσια από μικρά φαντάζονται τον γάμο τους. Θα σου μιλήσω για ένα άλλο κορίτσι, για ένα άλλο πλάσμα αλλούτελο από τη μέρα που γεννήθηκε. Δεν είδε ποτέ τον εαυτό του, σαν κάτι διαφορετικό από τους άλλους και δεν ήθελε να είναι. Το συναίσθημά του ήταν πάντα πολύ έντονο κι εκφραζόταν στο γράψιμο, στο μπαλέτο, στη ζωγραφική. Χανότανε στον κόσμο του μέσα στα βιβλία κι απομονωνόταν για να βρεί τα χαμένα και τα κρυμμένα νοήματα.
Πάντα περίμενε έναν πρίγκηπα. Όχι όμως έναν κανονικό πρίγκηπα με το λευκό του άλογο και τα όλα του, εναν από κείνους που σκαρφαλώνουν στους πύργους και φέρνουν κόκκινα τριαντάφυλλα. Ήθελε εκείνον τον άλλον με το μαύρο άλογο, που δίψαγε για ζωή και περιπέτεια, που ήταν άγριος και έψαχνε τον πόλεμο, από εκέινους τους μυστηριώδεις που δε μιλάνε πολύ. Δεν ήταν πριγκίπισσα άλλωστε, δεν έψαχνε για χαμένα γοβάκια. Για να πετύχει αυτό που ήθελε έκανε τα πάντα και πάντα τα κατάφερνε. Δίψαγε να ζήσει να βρει εμπειρίες και ζωές χαμένες. Να στροβιλιστεί στα σαλόνια του Ουγκώ, να παλέψει με την τρέλα του Νίτσε, να καταλαγιάσει την ειρωνία του Σοπενχάουερ και να εξερευνήσει τον κόσμο των ονέιρων του Φρόιντ. Και κάπου εκεί, να χαθεί στο χάσιμο του Μπουκόφσκι και να αφεθεί στην ελευθεριότητα του Πόε.
Και δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν. Αλλά πάντα με έναν μαγικό τρόπο πλήγωνε τους άλλους. Άκουγε την οπτική τους και πειθόταν οτι έφταιγε για όλα. Από ενοχές έπαιρνε όλη την ευθύνη και πληγωνόταν κι άλλο, κι άλλο, γιατί πάντα ήταν δυνατή. Έμαθε οτι για να ζήσει κανείς σε έναν κόσμο αντιθέσεων πρέπει να ακροβατεί στα όρια. Δε χαμπάριαζε τίποτα όμως. Όταν πόναγε αποχωρούσε και κλεινόταν κι άλλο. Μίλαγε σε όλους τους άλλους εκτός από εκείνον που ήταν αρμόδιος.
Βρήκε ένα βράδυ κάπου κάποτε στο νότο τον δικό της πρίγκηπα. Με ένα μαύρο φόρεμα και ένα τσιγάρο στο χέρι, ένα ποτήρι γεμάτο λευκό κρασί, ένιωσε το άγγιγμα ένός τύπου σχεδόν αλλούτελου, που την ακούμπησε στην πλάτη. Κι απο κείνη την ημέρα, μια δεκαετία και κάτι ψιλά, καβάλησε μαζί του ένα μαύρο άλογο και χάθηκε στο σκοτάδι. Και νύχτωνε μέρα με τη μέρα, μέχρι τη στιγμή που ο μαύρος της πρίγκηπας δεν άντεξε άλλο τη σκοτείνια της και τη δική του μαζί, γιατί όλα τα αστέρια είχαν σβήσει και δεν έβλεπε πια ο ένας τον άλλον.
Έμεινε μόνη. Αφού έζησε τις θύελλες, αφού βρήκε ξανά τον εαυτό της μέσα από μια αυτοκαταστροφή που παραλίγο να κοστίσει τα πάντα, έμεινε μόνη. Για να ξαναλάμψει από την αρχή, όπως πάντα ήξερε, να απλώνει το φώς της,να φωτίζει τους μαύρους της πρίγκηπες και μετά να ξανανάβει τη φλόγα της και να καίει τα πάντα γύρω της.
Γι αυτό το πλάσμα θα σου μιλήσω, το αλλούτελο, το αερικό. Για ένα πλάσμα που ποτέ δεν ήθελε, αλλά είναι το μόνο που ξέρω, που τον πρίγκηπα που ερωτεύτηκε…τον παντρεύτηκε. Κι ας έμεινε μόνη, ο επόμενος πρίγκηπας, ήδη χτύπησε την πόρτα της και μαζί του ξεκίνησε αυτή τη φορά, μια διαδρομή στο ημίφως…λίγο καλύτερα…