Γράφει ο Μιχάλης Στεφανίδης
Εγώ πίστεψα ότι μπορούσαμε.
Ότι αυτό το “εμείς” που χτίζαμε πάνω σε βλέμματα και νύχτες χωρίς τέλος, θα κρατούσε. Ότι δεν ήταν άλλη μια ιστορία απ’ αυτές που ζουν λίγο, καίνε πολύ και μετά χάνονται χωρίς να αφήσουν αποτύπωμα.
Πίστεψα πως θα μείνεις.
Όχι γιατί σου το ζήτησα, αλλά γιατί θα το ήθελες. Γιατί κάπου μέσα σου θα είχες νιώσει πως δεν ήμουν απλώς “ένας ακόμα”. Πως όσα είπα, τα ένιωθα. Πως όσα σου έδειξα, δεν τα έκανα από ανάγκη, αλλά από εκείνη την ηλίθια, αληθινή πίστη ότι όταν δύο άνθρωποι θέλουν, μπορούν.
Μα, ξέρεις… δεν φτάνει πάντα το “θέλω”.
Ο έρωτας, για να κρατήσει, θέλει ψυχή, θέλει αντοχή, θέλει να μείνεις όταν όλα γύρω γκρεμίζονται.
Κι εσύ… έμεινες λίγο, μόνο όσο άντεχες τη φλόγα. Μετά φοβήθηκες. Και μάζεψες τα κομμάτια σου σαν να μην είχα υπάρξει ποτέ.
Κι εγώ έμεινα με την πίστη μου στο χέρι, να προσπαθώ να καταλάβω πώς γίνεται κάτι τόσο δυνατό να σβήνει τόσο σιωπηλά.
Ίσως τελικά να πίστεψα υπερβολικά. Ίσως να μην άντεξες να δεις πόσο βαθιά σ’ ένιωθα.
Δεν σε κατηγορώ. Μερικοί άνθρωποι απλώς δεν έχουν μάθει να αγαπούν χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Θέλουν την αίσθηση της έντασης, όχι την ευθύνη του μαζί.
Κι όμως, για λίγο, το πίστεψα.
Ότι είχα βρει εκείνον τον έρωτα που δεν χρειάζεται εξηγήσεις, ούτε υποσχέσεις.
Το πίστεψα στα μάτια σου, στο χαμόγελο σου, στο “μείνε” που ποτέ δεν είπες, αλλά πάντα φοβόμουν πως δεν θα έρθει.
Σήμερα, δεν θυμώνω.
Απλώς μαθαίνω.
Ότι δεν σώζεις όποιον δεν θέλει να σωθεί, κι ότι δεν κρατάς όποιον δεν θέλει να μείνει.
Απλώς κοιτάζω πίσω και λέω στον εαυτό μου την αλήθεια:
Εγώ πίστεψα ότι μπορούσαμε.
Κι αυτό, όσο κι αν πόνεσε, με έκανε λίγο πιο άνθρωπο.
