Γράφει η Άντζελα Καμπέρου.
Φαντάζομαι να σε βλέπω και να χαμογελάω σαν μικρό παιδί.
Φαντάζομαι να με βλέπεις και να τρέχεις προς το μέρος μου.
Φαντάζομαι να καθόμαστε αγκαλιά μπροστά στο τζάκι μια βροχερή μέρα και να μην χρειαζόμαστε τίποτα άλλο.
Φαντάζομαι να κάνουμε βόλτα στην παραλία ξυπόλυτοι πιασμένοι από το χέρι.
Και τώρα επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
Καταλαβαίνω πως όλα αυτά που φαντάζομαι είναι σενάρια. Και σενάρια θα μείνουν. Γιατί η πραγματικότητα κάθε φορά έρχεται να σου αποδείξει πως τα σενάρια μόνο σενάρια μπορούν να μείνουν.
Πως όσα σκέφτεσαι , φαντάζεσαι, ελπίζεις πως θα συμβούν κάποια στιγμή, θα μείνουν μόνο μέσα στο μυαλό σου, γιατί κάθε φορά η πραγματικότητα έχει άλλα σχέδια. Κι αν τύχει κάποια στιγμή και τα σενάρια πάρουν έστω και για λίγο σάρκα και οστά το πιο πιθανό είναι να μην έχουν καμία σχέση με αυτό που φαντάστηκες.
Να ζεις με τα σενάρια ή να ζεις στην πραγματικότητα;
Ψάχνοντας την απάντηση λοιπόν ένα βράδυ με κρασί και κοριτσοπαρέα, μία φίλη λίγο πιο openmind από εμένα μου είπε “τι κακό έχει να ζεις με τα σενάρια; Τουλάχιστον είσαι ευτυχισμένος.”
Όντας όμως κυνική και ρεαλίστρια θα έρθω να κάνω τον συνήγορο του διαβόλου και θα αναρωτηθώ, πόσο μπορεί να κρατήσει αυτή η ευτυχία; Μία ευτυχία βασισμένη σε σενάρια πλασμένα αποκλειστικά με τη φαντασία σου πόσο μπορεί να κρατήσει;
Δεν λέω ωραία τα σενάρια, οι φαντασιώσεις, η ονειροπόληση με μάτια ανοιχτά αλλά αν η ονειροπόληση γίνει τρόπος ζωής θα χάσουμε την μπάλα. Η πραγματικότητά μας θα γίνει το όνειρο και όταν ξυπνήσουμε από το όνειρο δεν θα πέσουμε σε μαλακά σύννεφα. Σε σκληρό τσιμέντο θα πέσουμε και η πτώση θα πονέσει πολύ.
“Ναι αλλά χωρίς όνειρα και φαντασία η ζωή σου θα είναι άδεια”, πετάγεται πάλι η φίλη σαν μικρό διαολάκι για να μου ανάψει κι άλλες φωτιές.
Δεν είπα να μην κάνεις όνειρα και να μην αφήνεις τη φαντασία ελεύθερη, αλλά τα πολλά όνειρα σε αφήνουν μετέωρο έπειτα από λίγο όταν η πραγματικότητα σου χτυπήσει την πόρτα.
Ύστερα από κάποια ποτήρια κρασί ακόμα δεν μπορέσαμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα. Κοιτούσαμε την θάλασσα και ονειροπολούσαμε.
Ναι. Και όμως. Είπαμε κυνική και ρεαλίστρια όμως όταν έχεις τη θάλασσα δίπλα σου, τα αστέρια από πάνω σου, καλή παρέα και κρασί η φαντασία δεν ρωτάει. Ξεκινάει μόνη της και ταξιδεύει σε άλλους κόσμους. Σε άλλες καταστάσεις , με άλλους ανθρώπους. Ονειροπολείς και χαμογελάς κάπου κάπου λες και κάτι είδες.
Χαζεύεις τον ουρανό και έχεις ένα απλανές βλέμμα σαν να σου τον έφερε κάποιος σε συσκευασία δώρου. Και κάπου εκεί η πραγματικότητα σε αφήνει λίγο ήσυχο να ξαποστάσεις. Σε αφήνει να απολαύσεις τη στιγμή γιατί και η ίδια κάπου έχει χαθεί. Σε αφήνει να πάρεις μιαν ανάσα για να έρθει πάλι την επόμενη μέρα να σου χτυπήσει δυνατά την πόρτα ξυπνώντας σε από ένα όμορφο όνειρο. Και χτυπάει τόσο δυνατά την πόρτα που καταλήγεις να σηκωθείς με πονοκέφαλο.
Ή μήπως για αυτό δεν φταίει η πραγματικότητα αλλά τα χθεσινοβραδινά κρασιά υπό το φως του φεγγαριού; Ποιος ξέρει. Το φως του ήλιου χτυπάει τα μάτια μου και είναι ώρα να σηκωθώ θέλοντας και μη.
LoveLetters